Της Μαρίας Δήμου
Κάποτε χρειάζεται μια αφορμή, μια μικρή παρακίνηση, για να κάνει κανείς αυτό που έχει καιρό στο μυαλό του κι όλο το αναβάλλει. Κι όταν αυτή η αφορμή έρχεται ούτε χιόνι ούτε κρύο ούτε τίποτε τον σταματά. Έτσι κι εμείς αφού το είχαμε κανονίσει κι αφού τα είχαμε συμφωνήσει, βγήκαμε στο δρόμο για το Kalederhane, στην καρδιά της ιστορικής χερσονήσου.
Το ραντεβού είχε δοθεί κι η ώρα είχε κανονιστεί. Βρεθήκαμε όλοι στο Μπαλίνο κι η διαφωνίες ξεκίνησαν από την πρώτη στιγμή! Με τι θα πάμε; Ήταν η πρώτη και βασική ερώτηση κι η απάντησή μου αν και δεν πολυάρεσε επικράτησε των άλλων. Το τραμ και το μετρό είναι το πιο γρήγορο κι εύκολο, είπα και βρεθήκαμε να ακολουθούμε μέσα στο συρμό την ακτογραμμή του Κεράτιου, να χαιρόμαστε από τα παράθυρα το χιόνι που έπεφτε λαπά λαπά, όπως έλεγαν οι Ρωμιοί της παρέας, μέχρι το Küçük Pazar. Όλα καλά κι όλα ωραία για αρχή αν και το κρύο αγρίευε. Αλλά το πράγμα δε θα πήγαινε έτσι! Η ηλεκτρική σκάλα για τη στάση του μετρό στη γέφυρα πάνω από τον Κεράτιο μας έβγαλε σ΄ ένα πραγματικό μπουγάζι. Ένας μολυβί Κεράτιος κάτω από τα πόδια μας και τα οικοδομικά μεγαθήρια στο βάθος του Πέρα να λάμπουν σαν ασημένιοι πύργοι στο λίγο φως του ήλιου που αντανακλούσε στις γυάλινες προσόψεις τους. Παγωμένος βοριάς, χιόνι και το ασανσέρ για το τερματικό του τρένου χαλασμένο. Βάλαμε τις κουκούλες, ανεβάσαμε τέρμα στο λαιμό τα φερμουάρ των μπουφάν μας και περπατήσαμε κόντρα στον άνεμο. Το τι άκουσα δεν λέγεται! Κι όταν είδαμε το τρένο να φεύγει πριν προλάβουμε να χτυπήσουμε τις κάρτες στο ακυρωτικό μηχάνημα, ήταν η χαριστική βολή! Ένα 10λεπτό αναμονής στην ανοιχτή στάση, έμοιαζε αιώνας για μερικούς!
Η Παναγία Κυριώτισσα
Χωθήκαμε στο βαγόνι που σταμάτησε εμπρός μας και βγήκαμε ακριβώς μπροστά στον προορισμό μας στη στάση Vezneciler. Η Παναγία Κυριώτισσα ξεχώριζε με τη χαρακτηριστική βυζαντινή τοιχοποιία της. Είχαν περάσει μερικά χρόνια από την τελευταία μου επίσκεψη αλλά κρατούσα καθαρά στη μνήμη την ομορφιά αυτού του ναού. Από τους πρώτους σταυροειδείς με τρούλο η εκκλησία αυτή ακολούθησε την πορεία της Πόλης και πέρασε σταδιακά στα χέρια των κατακτητών της. Με την καταπληκτική ορθομαρμάρωση των τοίχων της μαγεύει τον επισκέπτη. Δεν μπόρεσα να αντισταθώ στα λίγα λεπτά ηρεμίας κάτω από τον τρούλο της. Η απόλυτη ησυχία, το θαμπό φως που έμπαινε από τα παράθυρά της αυτή τη χειμωνιάτικη μέρα, η κούραση της μέρας αλλά και η βύθιση στα αλλεπάλληλα στρώματα ιστορίας που διαπερνούσα καθώς ένιωθα να βυθίζομαι στο παχύ πέλος του χαλιού, έκαναν αυτοκράτορες και σταυροφόρους, δερβίσηδες και αγάδες να περνούν από μπροστά μου. Επαναφορά στην πραγματικότητα, οι συνοδοιπόροι που περίμεναν κaι το ζεστό τσάι του βουνού, κέρασμα από τον νεαρό ιμάμη του τζαμιού των Καλεντέρ, που με περίμενε στην έξοδο. Άλλη μια υπόσχεση για επιστροφή σύντομα.
Sτη Μονή Λιβός
Φυσικά δεν τόλμησα να ξαναπώ τίποτε για μετρό και τραμ και μπήκαμε στο πρώτο ταξί που βρέθηκε μπροστά μας. Δεύτερη μέρα που χιονίζει στην Πόλη αλλά δε λέει να το στρώσει. Το κρύο εξακολουθεί να είναι τσουχτερό. Η απόσταση μικρή, η κίνηση περιορισμένη, φτάσαμε σε λίγα λεπτά στη Μονή Λιβός. Άλλο ένα διαμαντάκι, όπως θα έλεγε ένας φίλος. Βυθισμένο κι αυτό λίγα σκαλιά κάτω από το επίπεδο του δρόμου, πρόσφατα ανακαινισμένο, πάνω στην κεντρική λεωφόρο Adnan Menderes, στην κοιλάδα του ποταμού Λύκου,που κάποτε διέσχιζε την Πόλη, μοιάζει πια παράταιρο με τα γύρω οικοδομήματα. Κατέβηκα την σκάλα για να βρεθώ στην κεντρική είσοδο του Molla Fenari Isa Camii, όπως λέγεται σήμερα. Άνοιξα την πόρτα, έβγαλα τα παπούτσια μου και κάνοντας λίγα βήματα σκούντησα την βαριά δερμάτινη κουρτίνα που καλύπτει την είσοδο των τεμενών. Θυμήθηκα την πρώτη μου επίσκεψη πριν από 10 και βάλε χρόνια. Από τότε είχα να έρθω. Πολλά άλλαξαν σκέφτηκα αλλά η μοναδικότητα του συγκροτήματος αυτού παραμένει. Δύο ναοί κι ένα ταφικό παρεκκλήσι στη μέση συγκροτούν τη Μονή Λιβός. Η ίδια τοιχοποιία, με την Παναγία Κυριώτισσα, κόκκινο τούβλο, που εδώ πια είναι ορατό και στο εσωτερικό. Μόνα σημάδια του παλαιού διάκοσμου τα λίγα μαρμάρινα στοιχεία. Κινόκρανα με άκανθες, διακοσμητικά σιρίτια με σταυρούς, μαίανδροι και σταυροειδή σύμβολα. Η σύνδεση των τριών λατρευτικών χώρων κάνει το χώρο να μοιάζει δαιδαλώδης. Η ώρα της προσευχής είχε έρθει, ο μουεζίνης πήρε τη θέση του μπροστά στο μιχράμπ κι άρχισε το κήρυγμα. Λίγοι οι πιστοί που μπήκαν αλλά κανένας δεν έδειξε να ενοχλείτε από μια ξένη που άλλοτε καθόταν στο χαλί άλλοτε περιφερόταν και συχνά πυκνά φωτογράφιζε.
Πύλη της Αδριανούπολης
Η αποστολή της ημέρας είχε τελειώσει κι η πείνα άρχισε να δίνει τα πρώτα σημάδια. Το κρύο έξω συνέχιζε να είναι τσουχτερό και ο αέρας να κάνει τις νιφάδες που συνέχισαν κατά διαστήματα να πέφτουν να στροβιλίζονται. Τελευταία στάση, κάπου για φαγητό. Το Edirnekapı δεν ήταν τόσο μακριά και η ιδέα για μια ζεστή σούπα στο μαγαζί με κουζίνα από το Maraş φαινόταν αρκετά καλή. Εξάλλου το logo του μαγαζιού ήταν Antiobiyotiksiz grip tedavi (θεραπεία για την γρίπη χωρίς αντιβιοτικά) . Το ταξί σταμάτησε μπροστά στο τζαμί της Μιχριμάχ και στα λίγα βήματα μέχρι τη λοκάντα τα πανωφόρια μας έγιναν άσπρα από το χιόνι. Αυτό το παιχνίδι του καιρού μάλλον δεν άρεσε σε κανέναν. Ελάχιστα λεπτά χιονόπτωσης, όσο συχνά κι αν επαναλαμβάνεται, δεν είναι ικανά να το στρώσουν κι ο δικός μας ενθουσιασμός είχε εξανεμιστεί. Το Kahraman Maraş Paça μοιάζει να διατηρεί ζωντανή την παράδοση αιώνων, που θέλει την είσοδο στην Πόλη από την Πύλη της Αδριανούπολης να κυριαρχείται από μικρά εστιατόρια που ικανοποιούσαν την πείνα των εμπόρων και των πραματευτάδων, που έφταναν από τη Θράκη με τις παραγωγές τους για τις αγορές της Πρωτεύουσας. Ο Maraşlı μας φιλοξένησε με τον καλύτερο τρόπο στο αυτοσχέδιο κατάλυμα που είχε φτιάξει στην αυλή κι ακουμπούσε στον τοίχο του οθωμανικού τζαμιού. Μια ξυλόσομπα στη μέση κι η ζέστη που σκορπούσε ήταν ό,τι έπρεπε γι’ αυτήν την κρύα μέρα. Πατσάς και γεμιστά λαχανικά, από αυτά που αποξηραίνουν και κρέμονται σαν κομπολόγια στα μαγαζιά, μελιτζάνες και ντομάτες, και λίγα γιαπράκια με πλιγούρι. Κέρασμα η ρόκα και τα ρεπάνια. Φάγαμε, χορτάσαμε και φυσικά πιάσαμε και την κουβέντα με τους ανθρώπους του μαγαζιού πίνοντας τσάι ντεμλίδικο, την πιο απολαυστική ώρα του τραπεζιού.
Όταν βγήκαμε έξω ο αέρας είχε και πάλι δυναμώσει. Η επιστροφή στο σπίτι ήταν πια μονόδρομος.