Της εκπαιδευτικού Μαρίας Δήμου
Κεράτιος, μια στενή λωρίδα νερού, που σαν κέρατο ζώου σχίζει τη σάρκα της στεριάς της μιας ακτής του Βοσπόρου και μετατρέπει την άκρη της σε χερσόνησο, σ’ ένα τρίγωνο ξηράς που βρέχεται από τρεις θάλασσες και κουβαλάει ιστορία αιώνων. Κι αν στην μια άκρη της αυτή η λωρίδα ανταμώνει το αρμυρό νερό του Βοσπόρου και της Θάλασσας του Μαρμαρά, από την άλλη γλυκαίνει από το νερό του Alibey και του Kağithane,των ποταμών που χύνονται στον μυχό του κόλπου. Λιμάνι ασφαλές οι ακτές του, απάγκιο και αραξοβόλι για τους στόλους των αυτοκρατοριών αλλά και για τα καΐκια των φτωχών ψαράδων.
Περίκλειστη η ακτή του από τη μεριά της ιστορικής χερσονήσου. Από την εποχή του Κωνσταντίνου αρχικά και του Θεοδοσίου αργότερα, ψηλά τείχη προστάτευαν την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας που απλωνόταν στους λόφους της χερσονήσου. Τείχη απόρθητα για αιώνες προστάτευσαν τη Βασιλεύουσα κι έμειναν μέχρι σήμερα λαβωμένα, ξεδοντιασμένα λες, χωρίς τις πολεμίστρες τους. Σαν κορδέλα που ξέφτισε στο πέρασμα του χρόνου τα τείχη της Πόλης στην ακτή του Κεράτιου άλλοτε βυθίζονται στις επιχωματώσεις κι άλλοτε διακόπτονται από τα ανοίγματα για το πέρασμα των δρόμων. Ακόμα κι η θάλασσα απομακρύνθηκε. Δεν τα γλύφει πια το κύμα αλλά ο φαρδύς πολύβουος δρόμος, η καινούρια γραμμή του τραμ κι οι όμορφες πρασιές κρατούν μακριά το θαλασσινό νερό. Ένα μοντέρνο, σύγχρονο πρόσωπο διαμορφώνεται και σ’ αυτή τη μεριά της Πόλης σαν να θέλει να ανταποκριθεί στην εικόνα της αντικρινής ακτής με τα τεράστια οικοδομήματα, που άλλαξαν μια για πάντα τη γραμμή του ορίζοντα.
Ποιοι έμεναν στα μικρά φρούρια;
Πάνω σ’ αυτόν το δρόμο μέχρι πριν από λίγο καιρό έμοιαζε να αργοπεθαίνουν κάποια υπολείμματα των πιο παλιών σπιτιών που σώζονται στην Πόλη. Πέτρινα μικρά κάστρα, σπίτια που χτίστηκαν έξω από τα τείχη, μάρτυρες μιας εποχής που χάθηκε για πάντα.
Ποιοι ήταν όμως αυτοί που τα έκτισαν; Ποιοι έμεναν σ΄ αυτά τα μικρά φρούρια; Ποιοι και πότε επένδυσαν σε κατοικίες έξω από την ασφάλεια των τειχών, όταν οι Πρίγκιπες και οι Αξιωματούχοι προτιμούσαν τα υψώματα;
Μετά την Άλωση στην καθημαγμένη Πόλη τα τείχη δεν επιτελούσαν πια τον πρωτεύοντα ρόλο στην προστασία της. Καινούρια περάσματα ανοίχτηκαν, νέες πύλες δημιουργήθηκαν. Η στενή λωρίδα γης ανάμεσα στα τείχη και στο νερό, από τη Βλαχέρνα μέχρι το Τζιμπαλί, δόθηκε στο Βακούφι της Αγίας Σοφίας. Εδώ ψαράδες έφτιαξαν τις καλύβες τους στα μικρά κομμάτια γης που νοίκιαζαν από το Βακούφι. Σιγά σιγά οι καλύβες έγιναν σπίτια με πασσάλους μέσα στο νερό να κρατούν το υπερυψωμένο πάτωμα και δημιουργώντας από κάτω χώρους προφύλαξης της βάρκας. Έποικοι ορθόδοξοι αλλά κι Αρμένιοι κι Εβραίοι από περιοχές της νέας Αυτοκρατορίας έρχονται και εγκαθίστανται στην περιοχή ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα του Σουλτάνου, αναζητώντας καλύτερη τύχη.
Οι Φαναριώτες εμφανίζονται
Όσο το Πατριαρχείο βρισκόταν στην Παμμακάριστο, σ’ αυτήν την πλαγιά του έκτου λόφου συγκεντρώνονταν και το πολιτικό, οικονομικό και πνευματικό κέντρο του ορθόδοξου πληθυσμού. Το σκηνικό αλλάζει με τη εγκατάσταση του Πατριάρχη στο Φανάρι. Μαζί του μετακινούνται και οι προύχοντες. Τα υψώματα των λόφων κατοικούνται πια από μουσουλμάνους ενώ οι χριστιανοί μεταφέρονται στα παράλια και ξεκινά μια περίοδος ανόδου, ανάπτυξης κι ευημερίας γι’ αυτούς, που πραγματοποιήθηκε λόγω των θαλάσσιων διασυνδέσεών τους με τη Δυτική Ευρώπη. Η ελληνική παρουσία και επιρροή στη Βλαχία και τη Μολδαβία αυξήθηκε επίσης αυτή την περίοδο από τη θέση του αντιπροσώπου, του βοεβόδα (baş kapıkahyası) που κατέχουν Φαναριώτες.
Αυτήν την περίοδο οι νεότερες γενιές αυτών των ελληνορθόδοξων οικογενειών απέκτησαν ευρωπαϊκή μόρφωση, κατέκτησαν τις ευρωπαϊκές γλώσσες και ήρθαν σε επαφή με τις νέες ιδέες που αναπτύσσονταν στην Ευρώπη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αναδειχθούν ως εξέχουσες προσωπικότητες στην ελληνορθόδοξη κοινότητα. Επικρατούν κι εντός της οθωμανικής διοικητικής δομής κυρίως ως Δραγουμάνοι λόγω των επαφών τους με τη Δύση και των ικανοτήτων τους στις ευρωπαϊκές γλώσσες. Καθώς όλοι αυτοί διατηρούσαν ισχυρούς δεσμούς με το Πατριαρχείο επέλεγαν να διαμένουν γύρω από αυτό, στο Φανάρι. Έτσι απέκτησαν το προσωνύμιο «Φαναριώτες».
Η απόκτηση ιδιοκτησίας στο Φανάρι ήταν μια πολιτική επένδυση που πολλοί εύποροι Φαναριώτες πραγματοποιούσαν. Έτσι οι καλύβες των ψαράδων περνούν στα χέρια αξιόλογων Ρωμιών που κατείχαν θέσεις στην Οθωμανική Αυλή και του Ηγεμόνα των Παραδουνάβιων Περιοχών καθώς και υψηλών αξιωμάτων στην Εκκλησία. Χτισμένα έξω από τα τείχη τα σπίτια τους δεν πνίγονται από την πηχτή, υγρή ατμόσφαιρα της περιτειχισμένης περιοχής. Το αεράκι που πνέει από τη θάλασσα δίνει άλλη αίσθηση στο εσωτερικό των σπιτιών αυτών.
Χτισμένα το ένα δίπλα στο άλλο είχαν τα περισσότερα δύο πτέρυγες και δύο ή τρεις ορόφους. Η πλευρά προς τη θάλασσα ήταν μια ξύλινη κατασκευή και επικοινωνούσε με την πτέρυγα προς τη μεριά του δρόμου που ήταν πετρόχτιστη. Έτσι η θέα της ακτής από τη μεριά της θάλασσας έδινε την εικόνα μιας συνεχόμενης οικοδομικής γραμμής. Τα αρχοντικά των Φαναριωτών ήταν κτισμένα απέναντι από το Οθωμανικό Οπλοστάσιο κι από το εμπορικό λιμάνι του Γαλατά θυμίζοντας συνεχώς στους ενοίκους τους τους ισχυρούς δεσμούς που τους ένωναν με την Υψηλή Πύλη αλλά και με το εμπόριο. Κι η αλήθεια είναι πως τα σπίτια αυτά σίγουρα αποτέλεσαν και σημεία λήψης αποφάσεων, υψηλών συναντήσεων και συνεργασιών αλλά και γιορτών, κοσμοπολίτικων εκδηλώσεων, δείγματα του ανοίγματος των ενοίκων τους προς το δυτικό κόσμο αλλά και της άμεσης σύνδεσης τους με την κρατική διοίκηση.
Έξω σαν φρούριο, μέσα πλούτος
Κι αν το εξωτερικό τους με τη χαρακτηριστική τοιχοποιία kârgir (τοιχοποιία από τούβλα και πέτρα) ήταν λιτό θυμίζοντας φρούριο, το εσωτερικό τους αντίθετα εξέφραζε τον πλούτο, την λεπτότητα και τον κοσμοπολιτισμό των ενοίκων. Κολόνες και καμάρες, διακοσμήσεις σε τοίχους και οροφές, έπιπλα και εξοπλισμός, όλα αντικατόπτριζαν την κοινωνική και οικονομική τους θέση. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν τη δύναμη και τη θέληση να έχουν ένα τέτοιο σπίτι. Καθώς η μεγάλη μάστιγα της Πόλης ήταν οι πυρκαγιές, η επιλογή ενός πέτρινου σπιτιού, ακόμα κι αν ήταν πολύ πιο δαπανηρό, ήταν η μόνο εγγύηση αντοχής στο χρόνο. Το πέτρινο αυτό χτίσμα αποτελούσε τον πιο ασφαλή χώρο τόσο για τα τιμαλφή, όσο και για τα πρόσωπα που συναντιούνταν στους χώρους του. Σε εποχές με έντονες ταραχές η ανάγκη για ασφάλεια ήταν η πρώτιστη.
Έχει ενδιαφέρον πως την ίδια εποχή τα δημοσία κτίρια κατασκευάζονται κι αυτά από πέτρα. Ίσως λοιπόν οι προύχοντες της Ρωμαίικης Κοινότητας του Φαναρίου να θέλησαν να συναγωνιστούν σε ισχύ και αντοχή το κράτος θέλοντας να δηλώσουν τη δική τους δύναμη. Τα μικρά ανοίγματα, οι ψηλοί τοίχοι, το απροσπέλαστο εσωτερικό κρατούσαν μακριά τα βλέμματα των περαστικών από τη ζωή στο εσωτερικό του σπιτιού. Μόνο το στιβαρό εξωτερικό του δήλωνε την ισχύ του ιδιοκτήτη.
Η ξύλινη πτέρυγα από τη μεριά της θάλασσας, στηριζόμενη και πάλι σε πασσάλους μέσα στο νερό έδινε μια εύκολη δεύτερη πρόσβαση στο σπίτι καθώς οι προμήθειες για το νοικοκυριό μπορούν να φτάσουν με βάρκα. Τα γιαλιά του Βοσπόρου μπορούν να μας δώσουν μια εικόνα της ακτής του Κεράτιου τον 17ο και το 18ο αι. καθώς οι απεικονίσεις από την εποχή αυτή σπανίζουν. Πιθανή αιτία η αδυναμία πρόσβασης στην απέναντι στρατικοποιημένη ακτή του Κεράτιου από όπου οι καλλιτέχνες θα μπορούσαν να αποτυπώσουν τη σειρά των αρχοντικών με τις ξύλινες όψεις τους.
Οι ‘νεοφαναριώτες’ εγκαθίστανται στο Πέραν
Η κήρυξη της ελληνικής επανάστασης και τα αντίποινα της Υψηλής Πύλης άλλαξαν τη φυσιογνωμία της περιοχής. Πολλοί από τους ιδιοκτήτες των σπιτιών σκοτώθηκαν ενώ άλλοι έφυγαν για χώρες της Ευρώπης. Η νέα τάξη των «νεοφαναριωτών» που θα αναδυθεί λίγα χρόνια αργότερα θα προτιμήσει να εγκατασταθεί στην περιοχή του Πέρα, αφήνοντας πίσω της τα φαναριώτικα αρχοντικά.
Η ακτή αυτή του Κερατίου θα γνωρίσει την πλήρη απαξίωση και παρακμή. Όταν οι αντανακλάσεις της Βιομηχανικής Επανάστασης εμφανίστηκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία τον 19ο αιώνα, άρχισαν να ιδρύονται εργοστάσια από το κράτος, ιδιώτες και θεσμούς. Η ευκολία πρόσβασης από τη θάλασσα αλλά και τα απάνεμα λιμάνια του Κόλπου έκαναν ιδανικές τις συνθήκες για την εγκατάσταση βιοτεχνιών, βιομηχανιών και αποθηκών. Ο χαρακτήρας της περιοχής Φαναρίου είχε για πάντα αλλοιωθεί και τα αρχοντόσπιτα ένα ένα γκρεμίζονταν προς χάριν των βιομηχανικών εγκαταστάσεων. Τα νερά του Κεράτιου δέχονται το μεγαλύτερο μέρος των αποβλήτων και η ρύπανση δημιουργεί προβλήματα στους κατοίκους των γύρω περιοχών, που τις εγκαταλείπουν. Η χαριστική βολή ήρθε με τα έργα του Δημάρχου Dalan τη δεκαετία του ’80. Στο όνομα της εκκαθάρισης και της εξυγίανσης της περιοχής σάρωσε τα πάντα μαζί κι ό,τι απέμεινε από τα φαναριώτικα αρχοντικά.
Τα ελάχιστα δείγματα αυτής της αρχιτεκτονικής που έμειναν ρήμαζαν για χρόνια στις νησίδες που δημιουργήθηκαν στον παραλιακό δρόμο. Με το πρόγραμμα των τελευταίων ετών του Μητροπολιτικού Δήμου της Πόλης όμως τα σπίτια αυτά διασώθηκαν, συντηρήθηκαν και παραδόθηκαν στο κοινό ως χώροι πολιτισμού. Το Γενοβέζικο σπίτι (Ceneviz Evi) όπως είναι γνωστό το πρώτο, απέναντι από τον Άγιο Νικόλα του Τζιμπαλί, η Κάσα του Κοινού, το προσαρτημένο στα τείχη οίκημα, και τα δύο λίγο πιο κάτω από τη διασταύρωση για τον Πατριαρχικό Ναό, είναι ότι απέμεινε και διασώθηκε από τη δόξα και την τιμή των Φαναριωτών. Η επίσκεψη σε αυτά, για όσους βρίσκονται ή επισκέπτονται την Πόλη, είναι μια μοναδική εμπειρία. Θα εντυπωσιαστούν από τη φρουριακή εξωτερική τους όψη αλλά κι από τη λεπτότητα της εσωτερικής διακόσμησης.
Τα αρχοντικά μοιάζει να βυθίζονται…
Καθώς η ξύλινη πτέρυγά τους δεν υπάρχει πια, το γκιαβγκίρι, το πετρόχτιστο τμήμα τους, τα καθιστά πραγματικά φρούρια στα μάτια των περιηγητών της παραλίας του Κεράτιου. Αρκετά κάτω από το επίπεδο του δρόμου, τα αρχοντικά μοιάζει να βυθίζονται. Από τη μια οι συνεχείς ασφαλτοστρώσεις κι από την άλλη το βάρος των ίδιων των κτιρίων η σημερινή είσοδος αντί για ισογείου μοιάζει πια να οδηγεί σε ημιυπόγειο. Μια στενή σκάλα κάνει δύσκολη την πρόσβαση στους ορόφους. Λένε πως η συγκεκριμένη κατασκευή ακολουθεί αυτήν των φρουρίων, που έκανε δύσκολη την πρόσβαση των ανεπιθύμητων επισκεπτών κι εύκολη την άμυνα κι απώθηση από τη μεριά των ενοίκων. Το ίδιο και τα μικρά ανοίγματα των παραθύρων, που ήταν ψηλά και πάντα προστατευμένα από σιδεριές.
Ο μεγάλος χώρος όμως, που λειτουργούσε ως σάλα υποδοχής, έρχεται σε αντίθεση με τη στενότητα που αντιμετωπίζει αρχικά ο επισκέπτης. Ψηλοτάβανο, ανοιχτό σαλόνι, που πιθανόν φιλοξενούσε και τη βιβλιοθήκη των λόγιων ενοίκων. Διακοσμήσεις με μοτίβα από τη φύση και κορδέλες που πλαισιώνουν τα ανοίγματα στους τοίχους, τις κόγχες και τις καμάρες.
Οι κίονες και τα κιονόκρανα διέφεραν ανάλογα με τις στυλιστικές αλλαγές στην οθωμανική αρχιτεκτονική στις διάφορες περιόδους. Οι τοίχοι ήταν χοντροί και οι κόγχες και τα παράθυρα σχεδιάστηκαν ως μέρος μιας συνεχούς σύνθεσης εσωτερικής πρόσοψης όπου, σε ορισμένες περιπτώσεις, τοποθετήθηκαν ανάγλυφα διακοσμητικά.
Τα σχήματα των θόλων διέφεραν. Αλλού στρογγυλοί θόλοι με τουρκικούς τριγωνικούς τρούλους και μενταγιόν. Σταυροί θολωτοί θόλοι, χαμηλοί ή ψηλοί. και στρογγυλές άκρες. Οι κόγχες μπορούσαν να αποθηκεύουν τιμαλφή και βιβλία, και θα μπορούσαν να έχουν ένθετα παραθυρόφυλλα από φίλντισι. Γύρω από τους τοίχους υπήρχαν καναπέδες με μαξιλάρια από πολύτιμα υφάσματα. Υπήρχαν παραδοσιακοί τύποι καθιστικών -όπως καναπέδες και ταντίρ- και δυτικών τύπων έπιπλα-επιχρυσωμένοι καθρέφτες, καρέκλες και τραπέζια. Υπήρχαν επίσης εξαιρετικά διακοσμημένα τζάκια και γωνίες για καφέ. Η θολωτή αίθουσα και οι πρόσθετες αίθουσες ήταν προσανατολισμένες προς το δρόμο, ενώ άλλοι χώροι του σπιτιού βλέπουν προς τον Κεράτιο Κόλπο.
Μετά από αιώνες ξαναζωντανεύουν, παίρνουν μορφή και αποδίδουν και σ’ αυτήν την περίοδο της ιστορίας της Πόλης την αναλογούσα θέση της τα παλαιότερα οικήματα της Βασιλεύουσας. Οι Φαναριώτες και τα σπίτια τους είναι εδώ στην ακτή του Κεράτιου. Επισκεφτείτε τα!