Της Μαίρης Τσεβίκ Συμεωνίδου

Μια γυναίκα από την Ίμβρο, με τη δύναμη της ψυχής και τη γεύση της νοσταλγίας, κατάφερε να γράψει ιστορία στην καρδιά της Κωνσταντινούπολης. Από το ταπεινό μαγαζάκι των Ταταύλων του 1946 γεννήθηκε μια ταβέρνα–σύμβολο, ένα «καταφύγιο» για όλους όσοι αναζητούσαν το αυθεντικό άρωμα της ρωμαίικης φιλοξενίας. Η κυρία Δέσποινα δεν σέρβιρε απλώς φαγητό — πρόσφερε μνήμη, μουσική και ψυχή. Και μέχρι σήμερα, το όνομά της παραμένει συνώνυμο της αγάπης, της απλότητας και της Πόλης που αντιστέκεται στο πέρασμα του χρόνου.
Η κυρία Δέσποινα υπήρξε η πρώτη γυναίκα ταβερνιάρισσα της Τουρκίας. Γεννήθηκε στην Ίμβρο το 1920 και σε νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στην Κωνσταντινούπολη. Ξεκίνησε τη ζωή της εργαζόμενη στο καζίνο Τεράς, στο Μόδι της Χαλκηδόνας. Αργότερα δούλεψε σε διάφορα μαγαζιά μέχρι που, το 1946, εγκαταστάθηκε στο μικρό μαγαζί στα Ταταύλα – το σημερινό «Στέκι της Δέσποινας».

Όρος: «Να ζήσει το όνομα της Δέσποινας»
Μέχρι τη δεκαετία του ’70 είχε καταφέρει να μετατρέψει αυτό το ταπεινό μαγαζάκι σε αγαπημένη ταβέρνα γειτονιάς .Όταν, το 1990, αποφάσισε να αποσυρθεί, έβαλε έναν όρο στον νέο ιδιοκτήτη: «Τίποτα να μην αλλάξει. Το όνομα να μείνει, τα πιάτα, οι μουσαμάδες, τα πάντα όπως είναι. Να ζήσει το όνομα της Δέσποινας».
Και ο όρος αυτός τηρήθηκε. Έτσι, η ταβέρνα της έγινε σύμβολο αυθεντικότητας, μια ζωντανή μνήμη της Πόλης και της ρωμαίικης κουλτούρας.

Την τραγούδησε η Σεζέν Ακσού
Η Δέσποινα ενέπνευσε ακόμα και τη Σεζέν Ακσού και τη Μέράλ Οκαί, που έγραψαν το τραγούδι «το τραπεζάκι της Μαντάμ Δέσποινα», τραγουδώντας για τα «βρώμικα λευκά μουσαμάδια» και τα «μικρά σκαμνάκια» του μαγαζιού της —εκεί όπου η μουσική, το κρασί και η συντροφιά ένωναν τους ανθρώπους.

‘Ρεζερβέ’ γιοκ
Η κυρία Δέσποινα είχε έναν μοναδικό κανόνα: «Στα τραπέζια δεν θα μπουν ποτέ ταμπέλες ‘ρεζερβέ’. Υπάρχει χώρος για όλους.» Αυτό το απλό αλλά βαθύ μήνυμα φανέρωνε τη φιλοσοφία της: ισότητα, αγάπη για τον άνθρωπο, φιλοξενία χωρίς όρια. Η πιο γνωστή ιδιαιτερότητα του μαγαζιού της ήταν η ζεστή, οικεία ατμόσφαιρα, με το άγγιγμα της γυναίκας και τα κλασικά ρωμαίικα μεζεδάκια της Κωνσταντινούπολης.Ξεχώριζε ιδιαίτερα για τη λακέρδα, τη φάβα, τα καλαμάρια και τον σκουμπρί μαρινάτο.

Συγγραφείς και ποιητές την μνημονεύουν
Η Δέσποινα δεν πρόσφερε στους πελάτες της μόνο φαγητό,αλλά και τη φιλία του τραπεζιού. Για εκείνη, τα τραπέζια ήταν τόπος όπου συναντιούνταν οι ιστορίες του παρελθόντος, η μουσική και οι άνθρωποι. Τη δεκαετία του ’70 ο γιος της ανέλαβε τη διαχείριση,
όμως η Δέσποινα για πολλά ακόμη χρόνια παρέμεινε η καρδιά της κουζίνας. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της υπήρξε μάρτυρας των αλλαγών της Κωνσταντινούπολης·
κι ενώ η ρωμαίικη κοινότητα μειωνόταν, εκείνη συνέχισε να διατηρεί ζωντανό τον πολιτισμό της.
Η ταβέρνα της Δέσποινας υπήρξε μία από τις τελευταίες γυναικείες ρωμαίικες ταβέρνες της Πόλης, φέρνοντας μέσα της την ψυχή μιας ολόκληρης εποχής. Ακόμα και σήμερα, πολλοί συγγραφείς, ποιητές και δημοσιογράφοι τη μνημονεύουν ως έναν θρύλο της Κωνσταντινούπολης.

Από Σμύρνη μέχρι Αυστραλία και Αμερική
Με τα χρόνια, το μαγαζί της έγινε σημείο αναφοράς.Πελάτες από τη Σμύρνη, την Αθήνα, την Αυστραλία και την Αμερική ερχόντουσαν να γευτούν τα μεζεδάκια της και να ακούσουν τις ιστορίες της. Η ζωή της δεν ήταν εύκολη. Από μικρή δούλεψε σκληρά, πέρασε δυσκολίες, αλλά ποτέ δεν λύγισε. Με τη δύναμη και την επιμονή της κατάφερε να σταθεί όρθια, να αγαπηθεί και να αφήσει το όνομά της χαραγμένο στην ιστορία της Πόλης.
Σήμερα, η Ταβέρνα της Δέσποινας εξακολουθεί να λειτουργεί στα Ταταύλα, κουβαλώντας τη μνήμη αυτής της δυνατής γυναίκας και το άρωμα της πολύχρωμης, πολύγευστης και πολύψυχης Κωνσταντινούπολης.




