Πίσω στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα μας ταξίδεψε η Μεγάλη του Γένους Σχολή με το αφιέρωμά στο Ρεμπέτικο τραγούδι. Το συγκρότημα Rebeduo με τους δεξιοτέχνες του μπουζουκιού και του τραγουδιού Ανδρέα Σαραντίδη και Εβρίμ Ατεσλέρ καθήλωσαν το φιλόμουσο κοινό και τους φιλορεμπέτες παρουσιάζοντας ένα απολαυστικό πρόγραμμα αγαπημένων ρεμπέτικων τραγουδιών.
Τους δύο καλλιτέχνες του Rebeduo πλαισίωσαν με τις μελωδικές τους φωνές και την καθοδήγηση του καθηγητή μουσικής Παναγιώτη Καπαρίζα, οι μαθήτριες μέλη της χορωδίας της Μεγάλης του Γένους Σχολής καθώς και με τους χορούς τους, υπό την καθοδήγηση και επιμέλεια του καθηγητή Φυσικής Αγωγής Σάββα Παναγιωτίδη, μαθητές και μαθήτριες του χορευτικού ομίλου της Σχολής.
Ο Σχολάρχης της Μεγάλης του Γένους Σχολή Δημήτρης Ζώτος επεσήμανε πόσο σημαντικό είναι το γεγονός πως το ρεμπέτικο επιστρέφει στην κοιτίδα του, στον τόπο που το γέννησε και το πρωτοτραγούδησε.
«Σήμερα γιορτάζουμε το ρεμπέτικο που πλέον αποτελεί επίσημα άυλη πολιτιστική κληρονομιά της UNESCO. Η μουσική αυτή που ταξίδεψε μαζί με τους πρόσφυγες της Σμύρνης και της Πόλης στην Ελλάδα και πλούτισε την πολιτιστική της κληρονομιά, αρχικά κατακρίθηκε απαγορεύτηκε αλλά έγινε σιγά σιγά το αγαπημένο είδος πολλών, γιατί μιλάει μέσα από την καρδιά και διηγείται πόνους και ανθρώπινες ιστορίες με έναν μοναδικό τρόπο. Σήμερα είμαστε εδώ για νιώσουμε, να ταξιδέψουμε, να ξεχάσουμε», ανέφερε η Φιλόλογος της Μεγάλης του Γένους Σχολή Ολυμπία Μπέτσα.
Ακολουθούν τα τραγούδια του προγράμματος και η ιστορία τους όπως παρουσιάστηκε στην εκδήλωση:
Δε σε θέλω πια
1908 Εστουδιαντίνα Σμύρνης
Το πιο διάσημο, γνωστό και αγαπητό ερωτικό τραγούδι της Σμύρνης, το οποίο έχει γνωρίσει εκατοντάδες εκτελέσεις και έχει σημαδέψει μια ολόκληρη εποχή είναι διασκευή του ναπολιτάνικου τραγουδιού "Mbraccia a me!.." (Αγκάλιασέ με) των Vincenzo Di Chiara-Antonio Barbieri με ελληνικούς στίχους.
Ηχογραφήθηκε στη Σμύρνη και στην Πόλη από την αξεπέραστη Ελληνική Εστουδιαντίνα. Ο δίσκος που ηχογραφήθηκε στη Σμύρνη είναι ο Concert Record Gramophone G-C-14586 (αλλά και ο Victor 63523-B) και ο δίσκος που ηχογραφήθηκε στην Κωνσταντινούπολη είναι ο Odeon 46537.
Στην παρτιτούρα που κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο S. Christidis στην Κωνσταντινούπολη το τραγούδι αποδίδεται (στίχοι-μουσική) στον Β. Δ. Σιδερή, ενώ στο εξώφυλλο της παρτιτούρας που εκδόθηκε από τον οίκο Φέξη αναγράφεται «Μουσική εκ του ιταλικού» και "V. Di Chiara".
Εντοπίστηκε μία σπάνια ηχογράφησή του με τούρκικα λόγια, που συμπεριλαμβάνεται στις ηχοληψίες που έκανε το 1910 ο A. Clarke. Είναι το τραγούδι "Boycottage cantossi" που, όπως φαίνεται στους πίνακες, ηχογραφήθηκε στην Δράμα από την Βικτώρια.
Πίνω και μεθώ
1934 Σπύρος Περιστέρης
Το Ωφ Αμάν ή πιο γνωστό ως Πίνω και Μεθώ, είναι ένα παραδοσιακό απτάλικο ζεϊμπέκικο σε στίχους και μουσική του Σπύρου Περιστέρη. Η πρώτη εκτέλεση ήταν το 1934 από τον Ζαχαρία Κασιμάτη. Το επιφώνημα «Ωφ» σημαίνει μπάφιασμα και το «Ωχ» μεράκι.
Μετά το 1994, το Πίνω και Μεθώ λατρεύτηκε ακόμα περισσότερο με την ερμηνεία του Μπάμπη Τσέρτου.
Μπαξέ Τσιφλίκι
1934 Βασίλης Τσιτσάνης
Φραγκοσυριανή
1935
Μάρκος Βαμβακάρης
Οι στίχοι του τραγουδιού είναι κυρίως ερωτικοί, και αναφέρονται σε μία γυναίκα, της οποίας δε γίνεται γνωστό το όνομα, παρά μόνο ότι είναι Φραγκοσυριανή, δηλαδή καθολική από τη Σύρο. Και ο έρωτας που ζει ο ήρωας του τραγουδιού ζωντανεύει σε διάφορες περιοχές της Σύρου. Το κομμάτι αναφέρει οκτώ περιοχές του νησιού: Φοίνικα, Παρακοπή, Γαλησσά, Nτελαγκράτσια (ή Ποσειδωνία), Πατέλι, Νιχώρι, Αληθινή, Πισκοπιό.
Ο Βαμβακάρης αναφέρει στην αυτοβιογραφία του:
Πρωτόπαιξα, λοιπόν, σ’ ένα μαγαζί στην παραλία, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος. Κάθε βράδυ γέμιζε ο κόσμος το μαγαζί κι έκατσα περίπου δύο μήνες. Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ την σκεφτόμουν, την σκεφτόμουν…Πήρα, λοιπόν, μολύβι κι έγραψα πρόχειρα:
"Μία φούντωση, μια φλόγα έχω
μέσα στην καρδιά
Λες και μου΄ χεις κάνει μάγια
Φραγκοσυριανή γλυκιά…"
«Ούτε και ξέρω πως την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι ‘ αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή».
«Μάρκος Βαμβακάρης – Αυτοβιογραφία», της Αγγελικής Βέλλου-Κάιλ, Αθήνα 1978, εκδόσεις «Παπαζήση»
Κάθε βράδυ θα σε περιμένω
1935
Μάρκος Βαμβακάρης
Τα τραγούδια που έγραψε ο Μάρκος, είναι βιωματικά και γι’ αυτό αληθινά. Όσες δουλειές κι αν έκανε, όσο δύσκολη κι αν ήταν η ζωή του, ο νους του πήγαινε συνέχεια στο μπουζούκι, που ήταν το μεράκι του και στη δημιουργία τραγουδιών.
Το 1920 σε ηλικία 15 ετών έφυγε από τη Σύρο και πήγε στον Πειραιά, όπου εμπνεύστηκε ανάμεσα σε πολλά άλλα και το τραγούδι «Αλανιάρα από τον Πειραιά» ή «Κάθε βράδυ θα σε περιμένω»
Αϊβαλιώτικος ζεϊμπέκικος χορός
Το όνομα του ζεϊμπέκικου οφείλεται στον εξισλαμισμένο ελληνικό πληθυσμό των Ζεϊμπέκων.Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι διαδόθηκε στα ελλαδικά αστικά κέντρα στα τέλη του 19ου αιώνα.
Σήμερα στον ελλαδικό χώρο, ο ζεϊμπέκικος ορίζεται ως ρεμπέτικος χορός.
Ο ζεϊμπέκικος ως παλιός χορός είναι αυστηρά ανδρικός γι’ αυτό και ορισμένες φορές αποκαλείται, εξαιτίας των χορευτικών του κινήσεων από άνδρες, ως “χορός του αετού”.
Ο Αϊβαλιώτικος ζειμπέκικος προέρχεται από τις Κυδωνιές (Αϊβαλί) και είναι αντικριστός.
Πέντε μάγκες στον Περαία
1936 Γιοβάν Τσαούς
Στα ρεμπέτικα μονοπάτια του Πειραιά η παρέα με τους πέντε μάγκες, που στην πραγματικότητα ήταν έξι, στο περίφημο άσμα του Γιοβάν Τσαούς, έμελλε να γράψει τη δική της ιστορία στις πειραιώτικες φτωχογειτονιές και στο ρεμπέτικο τραγούδι. Οι μάγκες ήταν οι εξής:
- Αργύρης Τζώρτζης, περιβόητος σαματατζής, λιγομίλητος …
- Βαγγέλης Βετούλας, ο μυστήριος με σωματοδομή που φόβιζε και φίλους του ακόμη.
- Νίκος Μάθεσης, Κουλουριώτης, περίφημος μάγκας στην αγορά του Πειραιά. Βαρύς και εκδικητικός.
- Μαρίνος Βογιατζής, ο ταξιτζής, αχώριστος φίλος του Μάθεση, ογκώδης με παχύ μουστάκι και πάντα δίπλα του τον Μούργο, τον αγαπημένο του σκύλο.
- Κώστας και Σωτήρης Περιβόλας, αδέλφια από τα Βουρλά της Σμύρνης, περιβόητοι νταήδες και μαγαζατόρες. Μάνα τους η Έλλη Τενεκίδου.
Στο Φάληρο
1937 Μάρκος Βαμβακάρης
Ανάμεσα στα ερωτικά της εποχής που ο Βαμβακάρης ζούσε στον Πειραιά είναι και το «Στο Φάληρο που πλένεσαι» και αφορούσε κάποια Μαριώ που είχε κάποιον άλλο και αδιαφορούσε για την αγάπη του.
Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά
1937 Μάρκος Βαμβακάρης
Τον Μάρκο τον αγάπησαν οι άνθρωποι γιατί ήταν αληθινός.
Ο ίδιος λέει στην αυτοβιογραφία του:
«Μετά από όλα αυτά τα γεγονότα κατέβηκα στην πόλη μέσα στη Σύρα για να πιάσω οποιαδήποτε δουλειά και αν έβρισκα…Κάποιος δημοσιογράφος και εκδότης, ονόματι Ζούλας, εξέδιδε τότε την τοπική εφημερίδα με τον τίτλο το “Παράρτημα” και ζητούσε μικρά παιδιά για να πουλούν τις εφημερίδες του…
Μαζί με μένα ήταν περίπου τριάντα παιδιά ακόμη που όλα πουλούσαν σαν και μένα εφημερίδες…
Εκεί γνώρισα ανθρώπους τους οποίους όταν μεγαλώσανε κατόπι κι ήλθανε εδώ στον Περαία και τους γνώρισα εδώ στον Περαία, με ξέραν από τότες, ο Μάρκος. Και τότες ακόμα μ’ αγαπήσανε πιο πολύ όταν είδανε που έπαιζα μπουζούκι. Ο Μάρκος! Μ’ εκτιμάγανε δηλαδή. Στη μαγκιά ήμουνα όπως και ‘γω, κι ο Στρατός, κι ο Ανέστης, κι ο Μπάτης. Όλοι αυτοί μας προσέχανε αυτοί οι μάγκες. Να μας κεράσουν, να μας περιποιηθούνε και προ παντός εμένα…»
Ο πασατέμπος
1946 Μανώλης Χιώτης
Το 1946 ο Γιώργος Γιαννακόπουλος έγραψε τους στίχους του τραγουδιού «Ο Πασατέμπος». Ο Μανώλης Χιώτης σε ηλικία 25 ετών έκανε τη σύνθεση και αρχικά ερμηνεύτηκε από την Ιωάννα Γεωργακοπούλου και τον Στελλάκη Περπινιάδη. Το τραγούδι συμπεριλαμβανόταν στον δίσκο του Μανώλη Χιώτη, που ήταν ο πρώτος δίσκος που κυκλοφόρησε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Πασατέμπο είναι τα σπόρια με τα οποία κανείς περνά την ώρα του.
Το 1948 ο Γιαννακόπουλος είχε αποκαλύψει σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Εδώ Αθήναι» για ποια γυναίκα είχε γράψει το τραγούδι: «Φαίνεται λοιπόν ότι ο διχασμός του Εγώ δεν αποτελεί σπάνια περίπτωση. Κι έτσι ένα βράδυ, πλημμυρισμένος από έρωτα, παραπονεμένος για τη συμπεριφορά της απέναντί μου, φτιαγμένος από κρασί και επηρεασμένος από μια συντροφιά που τραγουδούσε όλο ζεϊμπέκικα και χασάπικα, έγινα άλλος άνθρωπος. Όσο για τη μούσα μου, τη λένε… πάλι Μαρίνα Σμυρνάκη».
Τα ματόκλαδα σου λάμπουν
1946
Μάρκος Βαμβακάρης
Ένα ερωτικό τραγούδι που αποτελεί ευθύβολη και ειλικρινή εξομολόγηση. Ο Μάρκος θαύμαζε τις γυναίκες.
«Μόλις πέσω στο κρεβάτι, ήσυχα, πέφτω να κοιμηθώ. Όσο αρρώστια και τι αρρώστια είχα, κοιμόμουνα σαν μικρό παιδί. Δόξα τω Θεώ. Και τόσες, να μου πεις αμαρτίες; Δεν έχω. Ούτε πήγα να κλέψω κανένα ε, ούτε να ληστέψω. Δεν πήγα να ληστέψω κανένα μέχρι τώρα. Αυτή τη στιγμή που βλέπεις, αν έχω μια δεκάρα, τη μισή τη δίνω. Και τα παιδιά μου το ίδιο είναι.
Το μόνο που κυνηγούσα τις γυναίκες, που ήμουνα νέος. Μ’ αρέσανε. Άλλο τίποτες δεν είχα κάνει…
Το κακό πολέμαγα να το δράξω και να το φτιάξω καλό…
Ο κόσμος με ξέρει. Όπου και να πας, ο κόσμος με ξέρει. Μεγάλο τ’ όνομα το δικό μου. Δεν περίμενα να φτάσω σε τέτοιο μεγάλο πράμα. Δεν περίμενα με το μπουζούκι. Με το μπουζούκι!…»
Έχε γεια πάντα γεια
(γρήγορος χασάπικος)
Ο χασάπικος, με ρίζες στην αρχαία και βυζαντινή περίοδο είναι χορός ομαδικός που έχει σχέση με τη συντεχνία των χασάπηδων και χορευόταν σε σειρά με τον πρώτο να κρατά μαχαίρια, ραβδιά και μαστίγια. Και έτσι ονομάστηκε και μακελάρικος.
Το «έχε γεια πάντα γεια», σε νεότερες εκτελέσεις «έχε γεια Παναγιά» είναι παραδοσιακό τραγούδι της Πόλης, που δημιουργήθηκε μετά τη συνθήκη του Μούδρου, όπου εξαίρονται οι ομορφιές των χωριών και των κοριτσιών της με επίκεντρο την μαυροφόρα, δηλαδή την Παναγία, προστάτιδα της Πόλης.