Της Κορνηλία Τσεβίκ-Μπεϊβερτιάν
Υπάρχουν τόποι που δεν τους αφήνεις ποτέ, ακόμη κι αν έχεις φύγει από καιρό. Τόποι που γίνονται θησαυροί της ψυχής, γιατί εκεί έζησες, αγάπησες, μεγάλωσες, βούτηξες στο φως και στη γλύκα του χρόνου. Τα νησιά του Μαρμαρά, η Χάλκη, η Πρίγκηπος, ο Άγιος Στέφανος — δεν είναι μονάχα γεωγραφικά σημεία. Είναι τα ύδατα της μνήμης, όπου επιστρέφει κανείς με το βλέμμα, με το χαμόγελο, με τον αναστεναγμό. Κι εγώ, επιστρέφω…
Το ταξίδι της ζωής δεν είναι μια πορεία στρωμένη μόνο με γέλια και χαρές. Τα γλυκόπικρα βιώματα είναι εκείνα που μας ωριμάζουν. Ο χρόνος που κυλά, δρα σαν χρυσόσκονη· σκεπάζει τα σκοτάδια μας σαν απαλή βούρτσα, χρυσίζοντάς τα. Πολλά απ’ όσα μας προβλημάτισαν βαθιά, τα θυμόμαστε αργότερα με τρυφερότητα και συγκίνηση… Έτσι και τα καλοκαίρια στα παραθαλάσσια θέρετρα της Πόλης και στα Πριγκηπόννησα παίρνουν το μερίδιό τους από τις γλυκές αναμνήσεις. Πολύ περισσότερο επειδή αποτελούσαν πάντα ένα διάστημα αγρανάπαυσης και ανάσας, μακριά από τις πολλαπλές υποχρεώσεις μας.
Τα Καλοκαίρια της Πόλης τη δεκαετία του ‘80
Τα καλοκαίρια μου, από τη δεκαετία του ’80 και μετά, πέρασαν σε διάφορα εξοχικά της Κωνσταντινούπολης. Πριν το ’80 όμως, ζούσα τα καλοκαίρια στον μικρό μου παράδεισο: στο Sinemköy, στην οδό Kuyulubağ. Το σοκάκι μας ήταν το ωραιότερο στενό του Κουρτουλούς – των πάλαι ποτέ Ταταούλων. Στο μέτωπο του φαρδιού δρόμου ξεκινούσε μια ατέλειωτη σειρά από πολυκατοικίες που έφτανε ως το Φερίκιοϊ, ενώ απέναντί μας απλώνονταν μόνο μποστάνια. Το περιβάλλον ευνοούσε το παιχνίδι έξω· τότε που η γειτονιά σήμαινε ζωή. Παίζαμε ως αργά το βράδυ. Όπως έλεγε και η μητέρα μου: «Βγαίναμε απ’ το σπίτι με τον ήλιο και γυρνούσαμε με το φεγγάρι». Τις ανάγκες μας τις εξασφαλίζαμε με εξ αποστάσεως επαφές – όπως με το μπουκάλι WAT 69 που ήταν "στην ιδιοκτησία μου". Χρησίμευε για νερό και ανέβαινε-κατέβαινε από το παράθυρο με το καλάθι, ίσως και δέκα φορές μέσα στη μέρα.
Στο δρόμο μας υπήρχε μια μεγάλη παρέα: δέκα-δεκαπέντε παιδιά, αγόρια και κορίτσια. Ένα σωρό παιχνίδια του δρόμου· κι ανάμεσά τους, το πλέξιμο, η δαντέλα, το κέντημα· και οι μικροκαβγάδες· κι εγώ να λειτουργώ σαν αγοροκόριτσο στα δύσκολα, πηδώντας από λοφίσκους και δέντρα, κάνοντας μπραντεφέρ, συμμετέχοντας μέχρι και σε πολιτικές συζητήσεις… Όλα αυτά τα έμαθα στη γειτονιά μου. Εκεί γεννήθηκαν φιλίες καρδιακές. Εκεί γνώρισα και την πολυπολιτισμική ταυτότητα της Πόλης, μέσα από τους φίλους μου -κάθε καρυδιάς καρύδι-, όπως λέει κι η λαϊκή ρήση. Όλοι μαζί μια αγκαλιά, ευπρόσδεκτη. Μοιραστήκαμε χαρές και σκανταλιές. Τον χειμώνα, πηγαινοερχόμασταν στα σπίτια ο ένας του άλλου. Στις αρρώστιες και τις κηδείες, πενθούσαμε μαζί...
Στο γραφικό Νεοχώρι του Βοσπόρου
Στα 12 μου, όταν πέρασα την τάξη με παναριστεία, οι γονείς μου μού χάρισαν τη Cinderella – το δίτροχο ποδήλατο των ονείρων μου! Με αυτό ίδρυσα την ομάδα κοριτσιών-ποδηλατισσών της γειτονιάς και ήμουν πανευτυχής με το κατόρθωμά μου. Φεύγαμε ομαδικά, ανακαλύπτοντας άλλες γειτονιές της Πόλης. Η μαμά μου, πανικόβλητη, άρχισε να σχεδιάζει καλοκαιρινούς παραθερισμούς. Θυμάμαι να πιπιλίζει καθημερινά το μυαλό του μπαμπά: «Τα κορίτσια μεγαλώνουν· δεν είναι κατάσταση αυτή!». Ο πατέρας μου, από την άλλη, δεν ήταν πρόθυμος να συμβιβαστεί με τα δρομολόγια των πλοίων· ούτε βοηθούσαν οι ρυθμοί της δουλειάς του. Γι’ αυτό η μητέρα μου επέλεξε για παραθερισμό το πανέμορφο και γραφικό Νεοχώρι του Βοσπόρου. Εκεί μείναμε στο σπίτι της κυρίας Μαρίκας, κόρης του γνωστού ψαρά Παναγιώτη του Πανωραίου, όπως τον αποκαλούσε. Για δύο καλοκαίρια νοικιάζαμε το σπιτικό της.
Από το καφενείο Εμέκ στον Αλέκο
Στον Βόσπορο έμαθα να κολυμπώ στα βαθιά νερά και να βουτώ στα βράχια για να μαζέψω μύδια. Το πρωί, όταν η κυκλοφορία το επέτρεπε, η μικρή μου παρέα κάναμεσουλάτσο με το πατίνι ως τα Θεραπειά. Κάθε απόγευμα πίναμε το τσαγάκι μας στο καφενείο Εμέκ, όπου μαζεύονταν οι ντόπιοι. Τους επισκέπτες μας τους φιλοξενούσαμε στον Αλέκο, στο ρωμαίικο εστιατόριο του χωριού.
Το ξενοδοχείο Carlton το οποίο γυάλιζε σαν μαργαριτάρι του θέρους αλλά κατεδαφίστηκε σε μερικά χρόνια, -το ΄86- αποτελούσε στέκι της υψηλής κοινωνίας για σημαντικές συναντήσεις. Στις 15 Αυγούστου, της Παναγίας, γέμιζε η εκκλησία της Κουμαριώτισσας στην παραλία — με ντόπιους και πολλούς Ελλαδίτες, που έφταναν για προσκύνημα. Το φθινόπωρο, κάθε γειτονιά μύριζε παλαμίδα. Οι ψαράδες άδειαζαν τα δίχτυα τους στις λεκάνες, κι εμείς περιμέναμε στη σειρά για να διαλέξουμε τις πιο καλοθρεμμένες. Οι μαγαζάτορες αγόραζαν ποσότητες για να στρώσουν λακέρδα. Εκείνο το καλοκαίρι, έμαθα να φτιάχνω λακέρδα από την κυρία Μαρίκα.
Ένας από τους καλοκαιρινούς Νιχωρίτικους γλεντζέδες ήταν οι βόλτες με τα μοτοράκια στην ασιατική ακτή — και κυρίως στην Κάνλιτζα, για το φημισμένο ζαχαρωτό γιαούρτι. Το γιαούρτι και το παγωτό ήταν τότε από τις πιο ονειρεμένες γεύσεις, πολύ πριν την εποχή της βάφλας και των ροφημάτων που τρώμε και πίνουμε σήμερα, χωρίς καν να γνωρίζουμε την προέλευσή τους.
Ο Άγιο Στέφανος και το πάρκο των ερωτευμένων
Ύστερα από τα καλοκαίρια στο Νιχώρι, μετακομίσαμε στον Άγιο Στέφανο. Το θυμάμαι ως το καλοκαίρι της 9ης τάξης στο Ζάππειο· ήθελα πολύ να το περάσω με τις συμμαθήτριές μου, την Άννα και την Ευδοξία. Το Νιχώρι ήταν πανέμορφο, αλλά έλειπε η συντροφιά του σχολείου. Έτσι, πείσαμε τον μπαμπά και νοικιάσαμε ένα σπίτι από μια Αρμένισσα κυρία, τη Μαντάμ Σατέν. Ήταν ένα ξύλινο κονάκι με έναν όμορφο κήπο, περιτριγυρισμένο από καρποφόρα δέντρα.
Εκεί κάναμε φίλους: Τούρκους, αρμένιους, λεβαντίνους κιεβραίους. Με κάποιους από αυτούς δέσαμε βαθιά. Εκείνο το καλοκαίρι γνώρισα τον Σάρο — τον άνθρωπο που έμελλε, μια δεκαετία αργότερα, να γίνει ο σύντροφός μου και να ενώσουμε τις ζωές μας για πάντα.
Στον Άγιο Στέφανο πηγαίναμε για μπάνιο στο Μοτέλ, όπου γίναμε μέλη. Έμαθα τένις στον Αθλητικό Σύλλογο του Γιεσίλγιουρτ. Προτιμούσαμε επίσης την παραλία στα Φλώρια, για τη χρυσή της αμμουδιά. Τότε ακόμη δεν είχε κατασκευαστεί ο επιπλέον παραλιακός δρόμος· η θάλασσα έφτανε σχεδόν ως τα γιαλιά του χωριού. Το Roné Park, γνωστό ως το πάρκο των ερωτευμένων, με τα σκιερά του δέντρα, ήταν από τα ωραιότερα θέρετρα της εποχής.
Αξέχαστος παραμένει κι ο ήχος των αεροπλάνων που προσγειώνονταν ή απογειώνονταν στο αεροδρόμιο· το βουητό τους έφτανε μέσα στο σπίτι, μιας και τα παράθυρα ήταν διαρκώς ανοιχτά. Κι αν τα αεροπλάνα όριζαν τον ουρανό μας, το τρένο με τον χαρακτηριστικό του ήχο έδινε τον ρυθμό της γης — περνώντας σταθερά απ’ τον Άγιο Στέφανο, σφυρίζοντας σαν ανάσα του τόπου.
Εξορμήσεις στην Αντιγόνη
Ύστερα ήρθαν τα Πριγκηπόννησα — και κράτησαν για πάρα πολλά χρόνια. Προς το τέλος κάθε σχολικής χρονιάς, κάναμε εξορμήσεις με τις συμμαθήτριες μου στην Αντιγόνη. Το φαστφουντάδικο του Δημητρού στη σκάλα ήταν το καταφύγιό μας, όταν μας κυρίευε η πείνα. Εκεί τρώγαμε το νοστιμότερο χάμπουργκερ και το μοσχομυριστό γύρο του νησιού. Όταν ο Δημητρός έφυγε για την Αθήνα, νιώσαμε πως ορφανέψαμε από το καλό φαγητό.
Αυτές οι σταδιακές επισκέψεις στα νησιά με έκαναν να τα αγαπήσω βαθιά. Εν τω μεταξύ, οι παραλίες του Βοσπόρου και του Μαρμαρά άλλαζαν ολοένα προφίλ. Έτσι, με πρωτοβουλία της "γυναικοκρατίας" της οικογένειας, πείστηκε ο μπαμπάς και γίναμε νησιώτες.
Το δίλημμα Αντιγόνης και Χάλκης
Θυμάμαι ζήσαμε τότε το δίλημμα μεταξύ Αντιγόνης καιΧάλκης. Υπερίσχυσε η Χάλκη, γιατί εκεί είχαμε περισσότερους γνωστούς. Η μητέρα μας ανέλαβε να κανονίσει το σπίτι όπου θα μέναμε και όλα τα της μετακόμισης.
Εκείνα τα χρόνια, η μετακόμιση –το λεγόμενο γκιότσι– ήταν δύσκολη και επίπονη υπόθεση, με χαμάληδες και φορτηγά. Το ψυγείο, το πλυντήριο και τα βασικά έπιπλα μεταφέρονταν από την Πόλη στο σπίτι του νησιού, και στο τέλος του καλοκαιριού ξαναγύριζαν στο χειμερινό μας σπίτι. Οι χαμάληδες περίμεναν στη σκάλα του βαποριού, παρατηρώντας με προσοχή τους επιβάτες και σπεύδοντας να "κολλήσουν" στους πιο φορτωμένους, προσπαθώντας να τους πείσουν με τα παζάρια τους.
Η Χάλκη μάς φιλοξένησε για αρκετά χρόνια. Όχι μόνο εμάς, αλλά και τα παιδιά μας… Ο γιος μου, ο Άρης, πέρασε τα παιδικά και πρώτα νεανικά του καλοκαίρια στη Χάλκη και στην Πρίγκηπο — και τα θυμάται με νοσταλγία και αγάπη.
Δεν είναι εύκολο να συγκρίνει κανείς τα Πριγκηπόννησα. Κάθε νησί έχει τις δικές του, μοναδικές ομορφιές. Εκείνο που τα ενώνει είναι το άρωμα των πεύκων, οι παραλίες, οι αμμουδιές, οι εκκλησιές και τα αγιάσματα, οι χάβρες και τα τζαμιά. Και βέβαια, οι άνθρωποι του νησιού — εκείνοι που έχουν ζυμωθεί με τον τόπο, έχοντας ζήσει τους παγωμένους χειμώνες, τα ζεστά καλοκαίρια, τα μελτέμια και τους βοριάδες· νησιώτες ψυχή τε και σώματι. Ψαράδες, γέροντες νεωκόροι, παλιά εσνάφια, αμαξάδες, που από γενιά σε γενιά μεταφέρουν τους μύθους και τις αφηγήσεις του νησιού με πάθος άσβεστο — αν και, πια, λιγόστεψαν, σχεδόν χάθηκαν από προσώπου γης...
Η Θεολολογική Σχολή δεσπόζει στον λόφο
Η Χάλκη, αυτό το λαϊκό και γλυκύτατο νησί, ξεχωρίζει τόσο για τη φυσική της ομορφιά όσο και για τη γεωγραφική της ευκολία· μπορεί κανείς να την περπατήσει ολόκληρη, χωρίς κόπο. Είναι το νησί μου — εκείνο στο οποίο, από την πρώτη νιότη μου, έζησα τα πιο ξέγνοιαστα, και χαρούμενα καλοκαίρια της ζωής μου. Ανεβοκατέβαινα ακούραστη τις ανηφόρες και τις κατηφόρες του, χάραζα καρδούλες στους χοντρούς κορμούς των δέντρων, δροσιζόμουν στα κρύα νερά, μάζευα μιμόζες την άνοιξη από τους κήπους, έφτιαχνα πίνακες με βότσαλα… και κυρίως: έγραφα, στη σκιά των πλατύφυλλων δέντρων, τα πρώτα μου διηγήματα και ποιήματα.
Η Χάλκη, με τη Θεολογική Σχολή να δεσπόζει στον λόφο, με το εκκλησάκι του Χριστού, την παλιά Εμπορική Σχολή, τον Άγιο Νικόλαο στην πλατεΐτσα της προκυμαίας (γνωστής και ως "κε"), το Δημοτικό Σχολείο, το μοναστήρι στα αριστερά της σκάλας με τη Ναυτική Σχολή δίπλα του… Όλα τούτα, μαζί με τις παραλίες, τους κολπίσκους και τα λιμανάκια που περιτριγυρίζουν το νησί, συνθέτουν, κατά τη γνώμη μου, το πιο όμορφο ανάμεσα στα Πριγκηπόννησα. Ένα νησί προικισμένο με την ιδιαιτερότητα να ενσαρκώνει ζωντανά την ελληνοχριστιανική ταυτότητα της Πόλης. Η σκάλα του, τα δρομάκια που ξετυλίγονται κυκλικά, οι μεγάλοι ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι και τα πλακόστρωτα στενά που σκαρφαλώνουν στις κορυφές, αποτελούν χαρακτηριστικά μιας αυθεντικής γεωγραφίας του Μαρμαρά.
Το πρώτο μας σπίτι στην Χάλκη
Το πρώτο μας σπίτι στο νησί ανήκε στην κυρία Ελένη Καπετανίδου, τη «κουλτουριάρα» κυρία στους κύκλους των νησιωτών. Πριν από εμάς, είχε κατοικήσει εκεί ο διάσημος ποιητής Can Yücel — κι έτσι, το σπίτι ήταν δακτυλοδεικτούμενο. Μοναχικό, διώροφο και μπετονένιο, με μικρό κηπάκι στην είσοδο, γειτόνευε με τη Στρατιωτική Λέσχη και ξεχώριζε στη γειτονιά. Ήταν τα χρόνια που όλοι μπαινόβγαιναν στα σπίτια των άλλων· αρκούσε μια απλή αφορμή: «Πόσο όμορφα μύρισε!», «Τι μαγειρεύεις σήμερα;», «Έχετε παραπανήσιο ψωμί;». Ερωτήσεις σαν κι αυτές μας έφερναν κοντά και μας κοινωνικοποιούσαν αυθόρμητα — μέλη μιας γειτονιάς που έμοιαζε με μεγάλη οικογένεια.
Η Μαντάμ Βικτώρια, η κυρία Ανθή με τον σύζυγό της Παντελή, η Τουρκάλα γειτόνισσά μας Αϊσούν Χανούμ και οι δίδυμες κόρες της, η Εμέλ και η Ιζέλ, έγιναν θαμώνες του κήπου μας πολύ γρήγορα. Στην πλατεΐτσα κάτω από το στενό του σπιτιού μας, τα παιδιά έπαιζαν όλη μέρα. Όσα είχαν ανακαλύψει τη βρύση στον κήπο μας έμπαιναν αυθαίρετα, για να δροσίσουν τη δίψα τους, χωρίς να υπολογίζουν αν το νερό ήταν πόσιμο ή όχι.
Η παραλία με τα Τρία Δεντράκια
Κάθε πρωί, η παρέα των νέων συγκεντρωνόμασταν στα «Τρία Δεντράκια» — σημείο αναφοράς για τις συναναστροφές μας. Εκεί, στο στόμιο του κατήφορου, υπήρχαν σκαλάκια από μπετόν που διευκόλυναν το κατέβασμα. Αφού απολαμβάναμε την κρύα θάλασσα με τα μικρά και μεγάλα βότσαλα, ξαπλώναμε στις αυτοσχέδιες ξαπλώστρες μας, διαβάζαμε, συζητούσαμε, αστειευόμασταν, παίζαμε θαλασσινά παιχνίδια και χαιρόμασταν τα καλά της παρέας — προτού η κινητή τηλεφωνία εισβάλει δραστικά στη ζωή μας.
Όλα αυτά ήταν τρόπος ζωής. Τα απογεύματα, ανάβαμε φωτιά και ψήναμε πάνω σε τενεκεδένια λαμαρίνα τα στρείδια που μάζευαν οι μερακλήδες φίλοι μας. Η νοστιμιά των θαλασσινών, που τα αλατίζαμε με μπόλικο λεμόνι, ήταν ασυναγώνιστη. Ακόμα και σήμερα, όταν τυχαίνει να μυρίσω εκείνη την καπνίλα, σταματά ο χρόνος — και με μαγικό τρόπο ακτινοβολούμαι ξανά στην παραλία με τα Τρία Δεντράκια.
Δίπλα από τα «Τρία Δεντράκια» υπήρχε το γήπεδο του μπάσκετ. Να είχε γλώσσα να μιλήσει — πόσα παιχνίδια, πόσες συναντήσεις! Οι κραυγές μας ηχούσαν ως τον ουρανό.
Παίρναμε τον δρόμο για το «κε»
Τα βράδια λουσαριζόμασταν και παίρναμε τον δρόμο για το «κε». Κάναμε τις βόλτες μας ως αργά, πάνω-κάτω στην προκυμαία, γευόμενοι τα παγωτά και τους τραγανούς ηλιόσπορους, και συζητώντας «τα ατελείωτα». Ανάλογα με τη μέρα, η μεγάλη μας παρέα χωριζόταν σε υποομάδες. Κάποιοι έπαιρναν τον δρόμο του «μεγάλου γύρου», κάποιοι κατέληγαν στο Τσαμ Λιμάνι, όπου άναβαν φωτιά και συνόδευαν με τραγούδι τον κάθε κιθαρίστα της παρέας. Άλλοι προτιμούσαν την κουβέντα κάτω απ’ την πανσέληνο, καθισμένοι στις ξύλινες καρέκλες του καφενείου, σε φιλοσοφικές συζητήσεις μέχρι τα μεσάνυχτα. Επαληθεύαμε έτσι, με τρόπο αυθεντικό, το γνωστό τουρκικό τραγούδι «Biz Heybeli’de her gece mehtaba çıkardık» — «Εμείς στη Χάλκη κάθε νύχτα βγαίναμε στο φεγγάρι». Δεν ήταν απλώς λαϊκή φαντασία. Ήταν πραγματικότητα. Δεν ξέρω αν οφειλόταν στη γεωγραφική θέση της Χάλκης, αλλά η πανσέληνός της ήταν ασύγκριτη. Δεν τη χόρταινες να την καμαρώνεις…
Το δεύτερό μας σπίτι στη Χάλκη ήταν ένα παλιό κονάκι, επί της λεωφόρου Lozan Zaferi Caddesi, κοντά στη θάλασσα και στη Θεολογική Σχολή. Από τα υπνοδωμάτιά μας αγναντεύαμε τη δελεαστική φύση και τα γύρω νησιά. Επειδή το σπίτι βρισκόταν ψηλά, κοντά στο γνωστό ξενοδοχείο Halki Palace, με την εύνοια του αέρα έφταναν στα αυτιά μας οι μελωδίες από τα παραλιακά μαγαζιά και τα καφενεία. Οι φυσικοί ήχοι του νησιού ήταν τα κελαϊδήματα των πουλιών, τα κακαρίσματα των κοκόρων και, κυρίως, οι κραυγές των γλάρων — οι αφέντες κάθε στέγης και κάθε μπαλκονιού. Δεν ξεφορτωνόσουν τους γλάρους· μονάχα μάθαινες να συνυπάρχεις μαζί τους.
Η Χάλκη κρατά μέσα της και τη μνήμη του λατρεμένου μου πατέρα, που «έφυγε» πολύ νωρίς — στα 56 του μόλις χρόνια. Δεν θα ξεχάσω τις όμορφες στιγμές που τον περιμέναμε στο «κε» κάθε Σάββατο, να φτάσει με το καράβι του. Τρώγαμε μεσημεριανό οικογενειακά στο Deniz Park, το παραλιακό μας εστιατόριο, κι ύστερα κάναμε κέφι στη βεράντα του σπιτιού μας…
Η ιστορία επαναλαμβάνεται
Τα χρόνια κύλησαν ανυποψίαστα. Κι έγινα πια μια έγγαμη κυρία — κι ύστερα μητέρα. Παρόλο που τότε ζούσαμε στον Άγιο Στέφανο, η προτίμησή μας για παραθερισμό παρέμεινε στα νησιά. Ο γιος μας, ο Άρης, πέρασε τα πρώτα πέντε καλοκαίρια της ζωής του στο μεγάλο κονάκι της Zehra Hanımστη Χάλκη. Εκεί έμαθε να κάθεται στο ποδήλατο, να παίζει μπάλα, να επιπλέει στα νερά της τεράστιας φουσκωτήςπισίνας, και λίγο αργότερα να κολυμπάει στα «Τρία Δεντράκια». Απόδειξη πως η ιστορία όντως επαναλαμβάνεται. Στα ίδια στενά και στα ίδια πάρκα του νησιού έπαιζαν τώρα τα παιδιά των δικών μας φίλων — που κι αυτά έγιναν φίλοι μεταξύ τους. Πηγαίναμε μαζί στα σινεμά με παιδικές ταινίες, περιμέναμε στην ουρά για το carouselτης παραλίας, και για να γευτούν τα παγωτά τους απ’ τον γερασμένο πια παγωτατζή Αλή.
Ήρθαν καιροί που οι μεγάλοι της οικογένειας μάς μεταλαμπάδευσαν τα ήθη και τα έθιμα. Αναλαμβάνοντας πια τον ρόλο των εκτελεστών, οδηγούμασταν κάθε 6 Αυγούστου, με τα παιδιά μας, στο Μοναστήρι του Χριστού για την ευλογία του σταφυλιού. Στις 15 Αυγούστου γιορτάζαμε τη Μεγάλη Παναγιά και την ονομαστική γιορτή της γιαγιάς Μαρίκας και της αδερφής μου, της Μαίρης. Στις 27 Αυγούστου, του Αγίου Φανουρίου, φτιάχναμε τις φανουρόπιτες για να ευλογηθούν από τον ιερέα σε κάθε εκκλησιά και να τις μοιράσουμε στην ομήγυρη.
Στραφήκαμε στην Πρίγκηπο
Ήταν στα μέσα της δεκαετίας του ’90 όταν αισθανθήκαμε ότι «καταναλώσαμε» τη Χάλκη — και, για αλλαγή, στραφήκαμε στην Πρίγκηπο, ελπίζοντας πως τα παιδιά μας θα σμίξουν με περισσότερα παιδάκια του σχολείου τους που παραθέριζαν εκεί. Η παλιά ρωμαίικη παρέα της Χάλκης είχε προ πολλού σκορπίσει. Στο νησί παρέμεναν μόνο λίγοι επισκέπτες από το εξωτερικό που έρχονταν να δουν συγγενείς τους. Η αύξηση των καταστημάτων και η εγκατάσταση στο νησί εργαζομένων από άλλα νησιά, υπαλλήλων του Νοσοκομείου και της Ναυτικής Σχολής, συνέβαλαν στην αλλοίωση της νησιώτικης ταυτότητας. Ακόμα κι εμείς, οι παλιοί παραθεριστές, νιώσαμε αποξενωμένοι μεταξύ μας.
Η Πρίγκηπος, έως τότε, ήταν το νησί όπου πηγαίναμε για αλλαγή περιβάλλοντος: για ψώνια από τη μεγάλη λαϊκή της, για φαγητό στα καζίνα της παραλίας — με πρώτο και καλύτερο το Μιλάνο — και για να ξεναγήσουμε στα μνημεία της τους επισκέπτες μας από την Ελλάδα.
Οι μελαγχολικές ημέρες του Φθινοπώρου
Θυμάμαι τα νησιά και με τις μελαγχολικές ημέρες του φθινοπώρου. Ο δροσερός αέρας που έφερναν τα μελτέμια του Σεπτεμβρίου απλωνόταν σταδιακά σε όλη την ατμόσφαιρα. Όσοι απολάμβαναν τα τελευταία μπάνια της σεζόν στη γαλήνια φθινοπωρινή θάλασσα, άρχιζαν να ετοιμάζουν τις βαλίτσες της επιστροφής στην Πόλη.
Η 29η Οκτωβρίου, ημέρα της Τουρκικής Δημοκρατίας, σηματοδοτούσε το οριστικό τέλος της εποχής του παραθερισμού. Τα στενά κι οι παραλίες άδειαζαν… Απέμεναν μόνο τα εσνάφια, τα αδέσποτα σκυλιά και οι γάτες, να τρέχουν πίσω από τα ξερά φύλλα των δέντρων που τα μετέφερε ο άνεμος. Οι γάτες έπιαναν τον δρόμο της ψαραγοράς και οι σκύλοι ακολουθούσαν τα ίχνη των χασάπηδων.
Η θέα των νησιών από το καράβι της επιστροφής — δεν ξέρω γιατί — μου προκαλούσε και μου προκαλεί πάντα μια απερίγραπτη θλίψη.
Ο κόσμος του άστεως προτίμησε σιγά-σιγά τις απομακρυσμένες πολυτελείς κατοικίες με πισίνες, σε περιοχές όπως το Kemerburgaz και το Kemer Country. Τα καλοκαίρια άρχισαν να οδηγούν τους ανθρώπους στις παραλίες του Αιγαίου και της Μεσογείου. Οι νέοι έφυγαν από τα νησιά, και οι οικογένειές τους τούς ακολούθησαν. Το προφίλ των μελών του Κλαμπ Αναντολού στην Πρίγκηπο άλλαξε. Τα λαμπερά νιάτα που συγκεντρώνονταν τα βράδια μπροστά στο ρολόι της πλατείας, όπως και οι ρομαντικές άμαξες των νησιών, εξαφανίστηκαν σιγά σιγά — για τον άλφα ή βήτα λόγο.
Όπως κατά καιρούς καταργήθηκε η κλάση «λουξ» στα βαπόρια· όπως χάθηκαν τα παιδάκια που πουλούσαν ομόγλωσσες εφημερίδες και περιοδικά στο «κε»· όπως μειώθηκε δραματικά ο πληθυσμός των Ρωμιών στην Πόλη και στα νησιά...
Λένε πως «θα γυρίζει ο τροχός»
Λένε πως «θα γυρίσει ο τροχός». Ποιος ξέρει; Κάθε φευγιό κουβαλά μέσα του μια πιθανότητα επιστροφής. Κάθε απομάκρυνση γεννά νοσταλγία. Και η νοσταλγία μάς ωθεί να αναζητήσουμε τις ρίζες της χαράς — εκεί όπου κάποτε υπήρξαμε ευτυχισμένοι.
Εύχομαι από καρδιάς τα νησιά μας και οι θάλασσές μας να παραμείνουν άθικτες — να μη φτάσουμε ποτέ να πούμε: «Κολυμπούσαμε, κάποτε, στη Θάλασσα του Μαρμαρά».
Θέλω να θυμάμαι τα νησιά μας με τις καταγάλανες θάλασσες, τα πευκοδάση, τους γλάρους· με τις εκκλησιές και τα καμπαναριά, τις συναγωγές, τους ντόπιους ψαράδες, τους αμαξάδες, τους πλανόδιους, τους παγωτατζήδες, τους τρελούς, τους χαμάληδες, τα τσαρσιά και τα παζάρια, τα ποδήλατα…
Γιατί σ’ αυτά τα νησιά έζησα. Και αυτά τα νησιά αγάπησα — κι αγαπώ, ως σήμερα.
(Το πιο πάνω κείμενο περιλαμβάνεται στο βιβλίο«Κωνσταντινούπολη – Νόστος στον χώρο και τον χρόνο» σε επιμέλεια Ελπιδοφόρου Ιντζέμπελη, Ελληνοεκδοτική, 2024).