Της Κορνηλίας Τσεβίκ-Μπαϊβερτιάν

Τον καιρό της ραγδαίας συρρίκνωσης των Ρωμιών, οι συνοικίες που διατηρούσαν ακόμη ελληνικό χαρακτήρα —και στις οποίες έζησα— ήταν κυρίως το Πέρα, τα Ταταύλα, ορισμένες περιοχές του Βοσπόρου, ο Άγιος Στέφανος, το Μακροχώρι και τα νησιά.
Εδώ θα περιοριστώ στα Ταταύλα, μιας και, γέννημα θρέμμα Ταταυλιανή όπως είμαι, γνωρίζω την περιοχή «από πρώτο χέρι». (Η συνοικία αυτή του δήμου Σισλί –από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου και κάτω, ανήκει στον δήμο Μπέιογλου– είναι κτισμένη στον λόφο Παγκάλτι και εκτείνεται στους πρόποδες βορειοδυτικά του Πέρα, πάνω από το Κασίμ Πασά. Παίρνει την ονομασία της από τουςσταύλους, που υπήρξαν κάποτε στην πλατεία των Ταταούλων, όπου έδεναν τα άλογα τους οι παλατιανοί που πήγαιναν για τοξοβολία στο οκ-Μεϊντάνι.
‘Γκιαβούρ Ταταύλα’
Γύρω στο 1530, επί Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή, αιχμάλωτοιαπό τα νησιά του Αιγαίου, του Ιονίου και την Πελοπόννησο μεταφέρθηκαν στην Πόλη. Οι περισσότεροι από αυτούς τουςαιχμάλωτους ήταν ναυτικοί, οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν ωςεργατοτεχνίτες στα ναυπηγεία του Κασίμ Πασά, στονΚεράτειο. Μετά την απόκτηση της ελευθερίας τους αρκετοί εγκαταστάθηκαν σε μια τοποθεσία που ονομάστηκε Ταταύλα.Ύστερα από την κατάκτηση της Χίου, πολλοί Χιώτες, έμποροι και εργάτες, πήγαν στα Ταταύλα. Γύρω στα 1793 απαγορεύτηκε με αυτοκρατορικό διάταγμα η εγκατάσταση και η διαμονή αλλόθρησκων και αλλοεθνών στην περιοχή. Γι’αυτό ονομάστηκε Gavur Tatavla (Άπιστα Ταταύλα) και Küçük Atina (Μικρή Αθήνα).
Η ονομασία της περιοχής μεταλλάχτηκε σε Κουρτουλούς (Ελευθερία, λύτρωση), μετά τη μεγάλη φωτιά τον Απρίλιο του 1929, η οποία οφειλόταν σε απροσεξία κάποιου ρωμιού παραγωγού ρακιού.
Οι ήχοι της καμπάνας του Αγίου Δημητρίου
Στην καρδιά της Πόλης, ανάμεσα σε ανηφοριές και στενά, απλώνεται η συνοικία των Ταταούλων· μια γειτονιά που κράτησε για αιώνες την ψυχή και τη φωνή της Ρωμιοσύνης. Εκεί γεννηθήκαμε, εκεί παίξαμε, εκεί πρωτομάθαμε τη σημασία της κοινότητας και της αλληλεγγύης. Οι ήχοι της καμπάνας του Αγίου Δημητρίου, το βουητό των μαχαλάδων, τα αρώματα από τα ζαχαροπλαστεία και τους φούρνους, όλα αυτά συνθέτουν τον καμβά μιας εποχής που έφυγε, μα δεν έσβησε ποτέ μέσα μας. Στις γειτονιές αυτές, η ζωή κυλούσε απλά, μα γεμάτη νόημα, σαν μια καθημερινή λειτουργία αφιερωμένη στην Πόλη της Καρδιάς μας.
Τα Ταταύλα του ’70 και του ‘80
Τις δεκαετίες ’70 και ’80, για μας που ήμασταν ακόμα παιδιάτα Ταταύλα το λεγόμενο σήμερα Κουρτουλούς, στα μάτιαμας ήταν μια πανέμορφη συνοικία. Η μεγάλη λεωφόρος τουήταν μια αστική, συμμαζεμένη λεωφόρος με τα γνωστά και σεβαστά εσνάφια της. Οι ρωμιοί μαγαζάτορες είχαν εκλείψειπρο πολλού βέβαια, αλλά είχαν παραχωρήσει τις επιχειρήσεις τους στα τσιράκια τους, που τους μνημόνευαν με σεβασμό και αγάπη για την τέχνη και τα μαγαζιά που είχαν λάβει από τα αφεντικά τους. Τo χαρτοπωλείο του Μανταλόπουλου, ταζαχαροπλαστεία Maskot (Μασκότ), Arma (Άρμα) και Ναζάρ(Nazar), το εργοστάσιο σοκολατοποιίας Golden (Γκόλντεν)του Σάββα Μελόπουλου, ήταν επιχειρήσεις που αποτελούσανσημείο αναφοράς. Η αγορά δεν είχε επεκταθεί ακόμα σεόλα τα ισόγεια των πολυκατοικιών κατά μήκος του δρόμου. Όταν διαβαίναμε την άνετη τότε λεωφόρο, συναντούσαμεγνωστές φυσιογνωμίες, ανταλάσσαμε χαιρετισμούς, αλλάπιάναμε και κουβέντα. Ακούγονταν ακόμα τα ελληνικά.Ακόμα και τα σκυλιά και οι γάτες κάθε γειτονιάς μαςγνώριζαν και μας συνόδευαν από τον έναν μαχαλά στονάλλο!
Υπαίθριο καφενεδάκι ‘Η Ακρόπολις’
Το σινεμά Ατλάς, στη στάση του Sinemköy (Σινέμκιοϊ),προέβαλλε τις καλύτερες παιδικές ταινίες της εποχής και σχεδόν κάθε βδομάδα παρακολουθούσαμε το πρόγραμμα, για να μην χάσουμε καμία. Το Ιντζί, στο Παγκάλτι, έφερνε τιςπιο ρομαντικές τουρκικές ταινίες για τους ενήλικους σινεφίλ.Μη υπάρχουσας τότε της τηλεόρασης, τα Σαββατόβραδαπατέρες και μητέρες μάς άφηναν στις γιαγιάδες μας,προκειμένου να απολαύσουν ταινίες με ηθοποιούς της αρεσκείας τους.
Την άνοιξη τα καφενεδάκια, γύρω από το τέρμα των λεωφορείων, το Son Durak, άρχιζαν να γεμίζουν από μανάδες και παιδιά, που ξαπόσταιναν στις ξύλινες καρέκλες πίνοντας τσάι. Oι κούνιες-καραβάκια και ο «αυτοκινητό-δρομος» του λούναπαρκ προσείλκυαν περισσότερο εμάς, τα αεικίνητα παιδιά, που συνήθως καταλήγαμε στο καφενείο το οποίο διέθετε περισσότερα μέσα ψυχαγωγίας. Τα χρόνια αυτά, το υπαίθριο καφενεδάκι «Η Ακρόπολις» στο Κουγιουλούμπαγσοκάκ, στη γειτονιά του Αγίου Ελευθερίου, που κάποτε είχε πολλούς ρωμιούς θαμώνες, ήταν προς διάλυση.
Τα περισσότερα σπίτια, στην οπίσθια πλευρά τους, είχανμεγάλους κήπους. Εκεί γινόταν το απάντημα γειτόνων, το οποίο, με τον χρόνο, συνέβαλε στο να δημιουργηθούν οι καλύτερες παρέες μεταξύ γυναικών, ανδρών, αλλά και παιδιών που μεγάλωναν μαζί. Στους μαχαλάδες υπήρχαν αλάνες και μποστάνια που λειτουργούσαν για τα παιδιά ως χώροι της εξωσπιτικής ελευθερίας.
Στον αυλόγυρο του Αγίου Δημητρίου
Μετά το σχολείο, ο μαθητόκοσμος μαζευόταν στον αυλόγυροτης εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου για απογευματινά παιχνίδια. Τα Χριστούγεννα, όταν χιόνιζε, η θέα του αυλόγυρου με το απάτητο στρωμένο χιόνι, σκορπούσε αίσθηση γαλήνης και ευδαιμονίας στις καρδιές μας. Τα σπίτια των ομογενών λαμποκοπούσαν στις μεγάλες γιορτές, ξεχωρίζοντας με την πάστρα και τη λάτρα τους. Το Πάσχα επιστρέφαμε στο σπίτι με τις αναστάσιμες λαμπάδες που φεγγοβολούσαν στα χέρια μας, ευχόμενοι «Χριστός Ανέστη»σε όσους συναντούσαμε στο διάβα μας. Οι δρόμοι μοσχοβολούσαν μαστίχα και μαχλέπι όταν οι φούρνοι και τα ζαχαροπλαστεία ετοίμαζαν τσουρέκια για τους Ρωμιούς πελάτες τους. Στα χρόνια της ακμής της συνοικίας, η μνήμη του Αγίου Δημητρίου (στις 26 Οκτωβρίου), τιμούνταν με ξεχωριστή λαμπρότητα. Αργότερα, καθώς άλλαζε η σύνθεση της γειτονιάς, ο εορτασμός έμενε πιο σεμνός και εσωτερικός, γύρω από τη Θεία Λειτουργία. Παλαιότερα γνωστό ήταν και το Μπακλαχοράνι της Καθαράς Δευτέρας, το κατ’ εξοχήν Ταταυλιανό πανηγύρι, που έπαυσε να γιορτάζεται το 1943. Η αναβίωσή του ήρθε πολλά χρόνια μετά, σε πιο ήπια μορφή. Από τους Ελλαδίτες νέους, που είχαν εγκατασταθεί στην Πόλη για κάποιο διάστημα.
(Από «την Πόλη της Καρδιάς μας» της Κορνηλίας Τσεβίκ-Μπαϊβερτιάν- Εκδόσεις Τσουκάτου – Αθήνα 2020)
Αύριο το Γ’ Μέρος




