Της εκπ. Μαρίας Δήμου
Πριν από μερικούς μήνες ο Δήμος του Fatih άνοιξε για το κοινό δύο λαχανόκηπους, έναν στο Yedikule κι έναν στο Ayvansaray. Εκτάσεις 10 και 5 στρεμμάτων αντίστοιχα, όπου σχολικές μονάδες υιοθετούν λίγα τετραγωνικά μέτρα και μέσα από εκπαιδευτικά προγράμματα και κάτω από τις οδηγίες των εργαζομένων στους χώρους αυτούς έρχονται σε επαφή με την καλλιέργεια, αναγνωρίζουν τα φυτά που παράγουν τα αγαπημένους τους λαχανικά μέσα από τη διαδικασία της βιωματικής μάθησης. Επίσης οι χώροι διατίθενται σε οικογένειες και παρέες για πικ νικ στα κιόσκια και στα υπαίθρια τραπέζια που υπάρχουν ανάμεσα στα παρτέρια των κήπων. Οι επισκέπτες μπορούν να αγοράσουν από τα λαχανικά που συλλέγονται και τα παιδιά να παίξουν με το χώμα στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο.
Οι εγκαταστάσεις αυτές δίπλα στα τείχη έρχονται να μας θυμίσουν τους λαχανόκηπους, τα μποστάνια, όπως συνήθιζαν να τα αποκαλούν οι παλιοί Πολίτες, που απλώνονταν τόσο μέσα, όσο κι έξω από τα Θεοδοσιανά τείχη. Κατάλοιπα της Βυζαντινής περιόδου αξιοποιήθηκαν για το σκοπό αυτό στα οθωμανικά χρόνια και κάποια από αυτά συνεχίζουν να καλλιεργούνται μέχρι σήμερα.
Η Πόλη μέχρι τη δεκαετία του ‘50
Αυτό που σήμερα έχουμε σαν εικόνα για την Πόλη, με τη συνεχή δόμηση, με την ασφαλτόστρωση και τσιμεντοποίηση κάθε πιθαμής του εδάφους, απέχει πολύ από την όψη της Πόλης μέχρι τη δεκαετία του 50. Οι πολυώροφες οικοδομές, η κάλυψη κάθε τετραγωνικού μέτρου, οι διαπλατύνσεις των οδών, το καθένα χωριστά αλλά κι όλα μαζί άλλαξαν μια για πάντα τη φυσιογνωμία της Πόλης. Χάθηκαν οι αυλές με τους ολάνθιστους κήπους, χάθηκαν οι αλάνες, χάθηκαν οι λαχανόκηποι.
Εκεί που κάποτε η κάθε εποχή άφηνε το χρώμα της, που άνθιζε και πρασίνιζε ο τόπος, που κάρπιζε και μοσχοβολούσε, εκεί που η γη χάριζε φρούτα και λαχανικά, τώρα τσιμέντο, σίδερο και γυαλί κυριαρχούν.
Οι κήποι και τα μποστάνια προσέφεραν αφθονία αγαθών. Γράφει χαρακτηριστικά ο Βυζάντιος «Εις κανέν μέρος της οικουμένης δεν εφαρμόζεται προσφυέστερον, ως έμβλημα, το Κέρας της Αμαλθείας παρά την ΚΠ.» Απλώνονταν παράλληλα με τα τείχη και ακολουθούσαν την πορεία τους ακουμπώντας στα θεμέλια τους. Αυτό που κάποτε ήταν η τάφρος, που προστάτευε τη Βασιλεύουσα από τους επιδρομείς, όταν πια έπεσε σε αχρηστία, μετατράπηκε σε έφορα κτήματα, που οι κάτοικοι των γειτονικών περιοχών καλλιεργούσαν. Το ίζημα που δημιουργήθηκε με τα χρόνια αλλά και οι κατάλληλες κλιματικές συνθήκες έκαναν την παραγωγή των χωραφιών αυτών περιζήτητη. Στη σκιά της ιστορίας της Πόλης, κάτω από τα εμβληματικά της τείχη, δεν συνωστίζονταν πια κακόβουλοι πολιορκητές, δεν στήνονταν στρατόπεδα επιδρομέων με πολιορκητικούς κριούς και κανόνια. Απλοί κάτοικοι με αξίνες, τσάπες και ποτιστήρια πολεμούσαν με τη γη, την σκάλιζαν, την πότιζαν, την ξεβοτάνιζαν και την έκαναν να καρπίσει. Αρχικά Ρωμιοί από το Σαρμασίκι, το Edirnekapı, το Σαλματομβρούκι, το Karagümrük αλλά και Αρμένιοι των περιοχών αυτών καλλιεργούσαν τα μικρά κομμάτια γης. Αργότερα πρόσφυγες από την Αλβανία και μετανάστες από την Κασταμονή ανέλαβαν τα μποστάνια. Η μια γενιά παραδίδει στην επόμενη.
Οι βυζαντινές κινστέρνες
Δίπλα στα τείχη, έξω από την ιστορική Πόλη αλλά και μέσα, στα μεγάλα ανοίγματα που δημιούργησαν οι ανοιχτές βυζαντινές κινστέρνες, η γόνιμη γη μετατράπηκε σε λαχανόκηπους. Η κινστέρνα του Αέτιου, του Άσπαρου κι αυτή στα Εξ Μάρμαρα είναι οι πιο γνωστές. Μυστήριο αποτελεί ακόμα και σήμερα η αιτία της κατασκευής τους. Άλλοι λένε πως αποτελούσαν δεξαμενές πόσιμου νερού, πράγμα δύσκολο, καθώς εύκολα το νερό αυτό θα μολύνονταν. Άλλοι πως με το νερό αυτό γέμιζε η τάφρος των τειχών σε περίπτωση επιδρομής. Ακόμα κάποιος σκέφτηκε πως ίσως ήταν χώροι συγκέντρωσης στρατευμάτων σε περιπτώσεις πολέμου. Ποιος ξέρει ίσως κάποτε η αρχαιολογική σκαπάνη θα δώσει την απάντηση κι σ’ αυτό στο ερώτημα. Το σίγουρο όμως είναι, πως αυτά τα μεγάλα, βαθιά ανοίγματα αποτέλεσαν, σαν την τάφρο των τειχών, χώρους αστικής καλλιέργειας λαχανικών.
Είναι πολύ ωραία η περιγραφή που κάνει ο Akın Kurtoğlu, που μεγάλωσε στην περιοχή του Yenibahçe. Εκεί που, όπως γράφει ο Γεδεών, έρεε ο Λύκος κι η Πουλχερία, αδερφή του Θεοδοσίου του Β΄ και σύζυγος του Αυτοκράτορα Μαρκιανού, έχτισε το παλάτι της και φιλοξενούσε τους ανώτερους κληρικούς, πατριάρχες και πάπες, που επισκέπτονταν την Πόλη.
Οι διάσημες αγκινάρες
Γράφει λοιπόν ο Akın Kurtoğlu: «Το μονοπάτι που ακολουθεί τον οπωρώνα Yolgeçen περνά ανάμεσα σε δύο ξεχωριστούς οπωρώνες. Πιο συγκεκριμένα, χρησίμευε ως σύνορο. Καθώς κατεβαίνετε, το περιβόλι στα δεξιά ήταν του Tanaş (Θανάση) και το αριστερά του Panayot (Παναγιώτης). Αν και η θεία μου αμφιβάλλει για το αν ο Θανάσης είναι Έλληνας ή Αρμένιος, υποθέτω ότι και οι δύο είναι από την ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινούπολης. Το περιβόλι δίπλα στου Θανάση ήταν κάποιου με το όνομα Andriko (Αντρίκος). Αυτοί ασχολούνται κυρίως με την καλλιέργεια λαχανικών, που κάλυπταν τις γαστρονομικές ανάγκες της περιοχής όπως μαρούλι, ντομάτα, αγγούρι, μαϊντανό, καρότο, σπανάκι, άνηθο, φρέσκο κρεμμυδάκι, κολοκυθάκια, φασόλια, πιπεριές, αγκινάρες Ιερουσαλήμ, λάχανο και πράσο, φρέσκο και πολύ φτηνό. Δύο από αυτούς καλλιεργούσαν και αγκινάρες. Η πιο νόστιμη συγκομιδή αυτού του λαχανικού, που είναι διάσημη ως αγκινάρα Bayrampaşa, γινόταν στους μπαχτσέδες του Yenibahçe. Άνθρωποι από διάφορες γειτονιές της Πόλης έρχονται εδώ για ν΄ αγοράσουν τις διάσημες αγκινάρες..
Στη μέση κάθε περιβολιού υπήρχαν ψηλά, φαρδιά και βαθιά πηγάδια, όπου ένα άλογο με δεμένα μάτια γυρνούσε συνεχώς σε κύκλους. Το νερό που αντλούνταν από τα πηγάδια χύνεται σε αυτοσχέδια ξύλινα κανάλια. Έτσι, κάθε μέρος των μποστανιών μπορούσε εύκολα να ποτιστεί.
Σε μια γωνιά όλων των λαχανόκηπων υπήρχαν ξύλινες καλύβες, που χωρούσαν ένα ή δύο άτομα. Εδώ οι κηπουροί ξεκουράζονταν και προστατεύονταν από τον ήλιο ή τη βροχή. Το βράδυ, όταν άρχιζε να νυχτώνει, άναβαν μια λάμπα lux μπροστά από τις καλύβες για να φωτίσει το μέρος. Τα φώτα των περιβόλων, που παρατάσσονται το ένα δίπλα στο άλλο, αντανακλούσαν στα παράθυρα που έβλεπαν την πίσω αυλή του σπιτιού μας, σαν αδύναμες λευκές κουκκίδες που τρεμόπαιζαν μέσα στη νύχτα.»
Τελευταία σπίθα οι μπαξέδες
Μια ιστορία 1600 χρόνων χάνεται. Η μοναδική αστική αγροτική παράδοση της Πόλης σβήνει. Τελευταία σπίθα οι μπαξέδες έξω από τα τείχη, που μαζί με αυτά ανήκουν στα μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς που προστατεύονται από την UNESCO. Οι αντιδράσεις για τα έργα ανάπλασης που προγραμματίζονται και για την περιοχή αυτή, βρίσκουν απέναντί τους τις αντιδράσεις τόσο των ανθρώπων που καλλιεργούν τη γη όσο κι όσων γνωρίζουν τη σημασία των μποστανιών και διεκδικούν τη συνέχιση τους. Ας ελπίσουμε πως οι άνθρωποι και τα μποστάνια θα νικήσουν και σ’ αυτήν τη μάχη.