Της Κορνηλίας Τσεβίκ-Μπαϊβερτιάν

Η εικόνα του Κουρτουλούς άρχισε να ανατρέπεται τη δεκαετία του ’80. Σιγά σιγά το κατοίκησαν εσωτερικοί μετανάστες από τις ανατολικές επαρχίες της χώρας. Με τον καιρό οι θυρωροί των πολυκατοικιών, που συνήθως ήταν Ερζιντζανλίδες κι έμεναν στα θυρωρεία, –ένα μικρόκαμαράκι όπου όλα γινόντουσαν εκεί, κι ο ύπνος κι ο ξύπνιος– άρχισαν να αγοράζουν διαμερίσματα και να ανεβαίνουν στους επάνω ορόφους. Έτσι συνηθίσαμε στη γειτνίαση με τους Ανατολίτες, σε βαθμό να έχουμε κάποια οικειότητα, παρά τις πολιτισμικές μας διαφορές. Στην ουσία ήταν καλοί, αγνοί άνθρωποι. Τα παιδιά τους μας μιμήθηκαν στο ντύσιμο, στον τρόπο του σκέπτεσθαι και στις σπουδές. οι περισσότεροι από αυτούς μάλιστα ακολούθησαν πανεπιστημιακές σπουδές. Οι ευκατάστατοι οικονομικά άνοιξαν μπακάλικα και χασάπικα. Τα σόγια τους,προερχόμενα από τα χωριά, γέμισαν στα σπίτια τους, μεαποτέλεσμα να ζουν μαζί δυο, τρεις οικογένειες σε ένα διαμέρισμα. Η κατάσταση αυτή αποτελούσε κοινωνικό φαινόμενο. Το προφίλ της κοινωνίας μας άλλαξε. οι ρωμιοίήδη είχαν αρχίσει να αραιώνουν από τις προηγούμενες δεκαετίες.
Όταν οι Αρμένιοι κράτησαν ζωντανό το πνεύμα
Έτσι Αρμένιοι, Συρο-ορθόδοξοι και Εβραίοι, περισσότερο όμως οι Αρμένιοι, με τον τρόπο ζωής τους, τα ήθη και έθιμά τους, αντικατέστησαν το πολιτισμικό κενό που είχε δημιουργηθεί στην περιοχή, ελλείψει του ρωμαίικουστοιχείου. Σε σημείο να ανεβαίνει η αγοραστική αξία των ακινήτων. Η μετάλλαξη αυτή είχε και τα θετικά της. Νέακαταστήματα και επιχειρήσεις άνοιξαν. Έτσι βρίσκαμε πλέοντη βαφή αυγών κάθε Πάσχα, γιορτινά στολίδια, λιβάνι καικάρβουνο για το θυμιατό, γκομπλέν κεντήματα με κλωστές DMC στον περιβόητο Γκάρο στο Παγκάλτι, που τα χρόνιαεκείνα είχε πελατεία από όλη την Πόλη, ακόμα και από τονΤσεκμετζέ. Το ζαχαροπλαστείο Bahar (Μπαχάρ) ήταν η καλύτερη πατισερί, που την πελατεία του αποτελούσανφυσικά οι Αρμένιοι και οι ρωμιοί κάτοικοι του Κουρτουλούς. Είχε ανοίξει και καλοκαιρινό υποκατάστημα στην Πρώτη.
Η Λεωφόρος που δεν ησύχαζε ποτέ
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, η αλλαγή στην περιοχή έγινε ακόμα πιο αισθητή. Ο πληθυσμός αυξανόταν ολοένα, μεαποτέλεσμα να σπανίζουν οι ρωμιοί. Βρισκόμασταν σχεδόν σε αφάνεια, ανάμεσασε πληθώρα σχετικών και άσχετων με τον τόπο ανθρώπων. Τα ισόγεια των πολυκατοικιών επί της λεωφόρου Κουρτουλούς άρχισαν να μετατρέπονται σε μαγαζιά κάθε είδους. Τα περισσότερα έγιναν πιττάδικα καιμανάβικα. Από το πρωί έως το βράδυ εκατοντάδες άνθρωποι μπαινόβγαιναν στα μαγαζιά. Τα αυτοκίνητα πάρκαραν στιςδύο πλευρές της λεωφόρου, εμποδίζοντας τους περαστικούςνα έχουν άνεση κίνησης. Τις γωνίες των σταυροδομίων στοΠαγκάλτι καταλάμβαναν τσιγγάνες με καλάθια γεμάταλουλούδια, αγκινάρες, αλλά και συκάκι και τριαντάφυλλο γιαγλυκό του κουταλιού. Αν προστεθούν στην εικόνα και οιστάσεις των λεωφορείων –τέσσερις κατά μήκος της μεγάλης λεωφόρου, Σον Ντουράκ (Son Durak), Τεπέουστου (Tepeüstü),Σινέμκιοϊ (Sinemköy), Πανγκάλτι (Pangaltı)– η συνέπεια ήταν η κόπωση που δημιουργούσε όλη αυτή η κατάσταση στις ψυχές των ανθρώπων!

Η εποχή του τσιμέντου και της απομάκρυνσης
Την περίοδο αυτή, πολλοί κάτοικοι του Κουρτουλούςμετακόμισαν στους νεοσύστατους συνοικισμούς του Λεβέντκαι του Έτιλερ, διότι παρείχαν καλύτερο επίπεδο ζωής. Οι Εβραίοι ήταν οι πρώτοι που έφυγαν. Οι Αρμένιοι, λόγω τηςοικογενειακής συσπείρωσης που είχαν στην περιοχή,παρέμειναν και τις επόμενες δεκαετίες. Oι δε εντόπιοιΤούρκοι άρχισαν να εγκωμιάζουν τους παλιούς καλούςκαιρούς συμβίωσης με τις μειονότητες, κυρίως με τουςρωμιούς της Πόλης.
Η ιστορία της περιοχής συνεχίζεται, αλλά με δυσάρεστη αλλαγή, που αφορά τόσο στην εικόνα του τόπου, όσο και του ανθρώπινου στοιχείου που πλέον την κατοικεί. για να χρησιμοποιήσω μια πολύ όμορφη εκφράση της Μαρίας Ιορδανίδου, (Από το έργο της Μαρίας Ιορδανίδου, Η Αυλή μας, Εστία, Αθήνα) «η εποχή του τσιμέντου και τηςπολυκατοικίας» και η αστική ανάπλαση της όλης περιοχής, καθιστούν τα Ταταύλα αγνώριστα. Μετανάστες από τηνΑνατολία, Νιγηριανοί και Σύριοι κατέκλυσαν σήμερα το Κουρτουλούς, αλλάζοντας την εικόνα του. Μαζί με τοανθρώπινο προφίλ άλλαξε και η φυσιογνωμία του τόπου...
Η μοναδική ουζερί μιας εποχής που έφυγε, αυτή της ξακουστής Δέσποινας, στη γειτονιά που βρίσκεται το κοιμητήριο του Αγίου Ελευθερίου, λειτουργεί ακόμα με το ίδιο όνομα στη μνήμη της, ενώ εκείνη «κοιμάται» στο γειτονικό νεκροταφείο.
Οι ψίθυροι μιας χαμένης γειτονιάς
Όπως και να έχει, η ιστορική μνήμη του τόπου συνεχίζει να κουβαλά το ελληνικό στοιχείο της. Όσοι έζησαν και μεγάλωσαν εδώ, σε όποια γωνιά του κόσμου κι αν βρίσκονται σήμερα, διατηρούν ακόμη την «ταταυλιανή ταυτότητά τους» και δεν λησμονούν τη γη, στην οποία έζησαν τα ωραιότερα παιδικά και νεανικά τους χρόνια. Τα Ταταύλα του σήμερα δεν θυμίζουν πια τη συνοικία των παιδικών μας χρόνων. Οι φωνές άλλαξαν, οι άνθρωποι μετακινήθηκαν, κι όμως η μνήμη επιμένει. Κάτω από τις πολυκατοικίες και τα στρώματα του χρόνου, εξακολουθεί να πάλλεται ο ρυθμός εκείνης της παλιάς κοινότητας — της ρωμαίικης, της ζεστής, της ανθρώπινης. Για όσους έζησαν εκεί, η γειτονιά αυτή παραμένει ένα κομμάτι του εαυτού τους· μια ανοιχτή πληγή και συνάμα μια πηγή περηφάνειας. Γιατί όσο κι αν αλλάζει η Πόλη, το άρωμα των Ταταούλων μένει — σαν ευχή, σαν τραγούδι, σαν ψίθυρος που ενώνει το τότε με το τώρα.
(Από «την Πόλη της Καρδιάς μας» της Κορνηλίας Τσεβίκ-Μπαϊβερτιάν- Εκδόσεις Τσουκάτου – Αθήνα 2020)





