Της Μαρίας Δήμου
Μήνες τώρα τα παράθυρα κι οι μπαλκονόπορτες στα σπίτια είναι ανοιχτά. Το καλοκαίρι καλά κρατεί αλλά το αεράκι που φτάνει από τα βόρεια, από τη Μαύρη Θάλασσα, Ποϊράζ το λένε εδώ, κάνει τις κουρτίνες να φουσκώνουν. Μαζί με το αεράκι όμως μπαίνουν στα σπίτια και φωνές από το δρόμο. Φωνές ανθρώπων που λες και έρχονται από μια άλλη εποχή. Μπορεί, ειδικά μετά την πανδημία, να φούντωσε κι εδώ, όπως παντού άλλωστε, το φαινόμενο του delivery με τα μηχανάκια να τρέχουν σαν διαβόλοι για να προλάβουν τις παραγγελίες, διατηρείται όμως ακόμα ζωντανή η παράδοση των πλανόδιων πωλητών.
H φωνή μια του σιμιττσή
Έτσι, εκεί γύρω στις 10, την ώρα του καφέ και του πρωινού, ακούγεται από το βάθος του δρόμου η φωνή μια του σιμιττσή και μια του μπουγάτσατζη.
-Sıcak, sıcak simit, sıcaaaak! (ζεστό, ζεστό κουλούρι, ζεστόοοο) ακούγεται στην αρχή αχνά η φωνή. Σιγά σιγά όμως δυναμώνει καθώς πλησιάζει. Κάθε τόσο γίνεται και μία παύση. Κάποιος από το ανοιχτό παράθυρο του σπιτιού του βγάζοντας το μισό κορμί του έξω δίνει την παραγγελία. Συγχρόνως κατεβάζει με το σχοινί ένα καλάθι που έχει βάλει μέσα τις 20 ή 40 ή τις 80 λίρες, ανάλογα πόσα κουλούρια θέλει και περιμένει από την σιμιττσή να γεμίσει το καλάθι για να το ανεβάσει και να χαρεί τα νόστιμα σουσαμάτα σιμίτια του.
Λίγο αργότερα συνήθως μια άλλη φωνή έρχεται από μακριά
- Taze boğaca, tazeeee! (ζεστή μπουγάτσα, ζεστήηηηη) κι η φωνή και πάλι γίνεται πιο καθαρή και πιο κατανοητή όσο κατεβαίνει προς εμάς.
Κι άντε πάλι η ίδια διαδικασία από άλλο ή ακόμα κι από το ίδιο παράθυρο. Οι ζεστές, αφράτες boğaçες ταιριάζουν απόλυτα με τον καφέ και το ντεμλίδικο τσάι του πρωινού.
Οι πωλητές περπατούν στη μέση του δρόμου και τα μάτια τους είναι ψηλά, στα παράθυρα των πολυκατοικιών. Αναζητούν να εντοπίσουν τους πιθανούς πελάτες. Κι αν δουν κάποιον στο παράθυρο να χαζεύει αλλά να μην κάνει κάποια κίνηση για παραγγελία, τον κοιτούν στα μάτια και η φωνή τους γίνεται ακόμα πιο δυνατή κι επίμονη ελπίζοντας να τους πείσουν για την πραμάτεια τους.
Σέρνουν συνήθως ένα καροτσάκι μ’ ένα κλειστό γυάλινο κουβούκλιο που προστατεύει σιμίτια και μπογάτσες. Κι είναι οι ίδιοι κάθε μέρα καθώς το μέγεθος κι οι αποστάσεις της Πόλης αλλά και η τόσο πυκνή κατοίκηση περιορίζουν αυτούς τους πωλητές του δρόμου σε ορισμένες περιοχές.
Στο νερό κολυμπούν οι καθαρισμένες αγκινάρες
Κι η ώρα περνάει κι ο ήλιος ανεβαίνει. Κάποιοι ετοιμάζονται να μαγειρέψουν κι είναι η ώρα για την επόμενη φωνή.
-Enginar taze enginaaaaar! (Αγκινάρες, φρέσκιες αγκινάααααρες) κι ο κύριος με τα πλαστικά σακουλάκια με το νερό που μέσα κολυμπούν οι καθαρισμένες αγκινάρες κάνει την εμφάνισή του. Ετούτος στρίβει από τη γωνία, διασχίζει το σοκάκι μας και συνεχίζει την πορεία του κι η φωνή του σβήνει καθώς απομακρύνεται. Δεν έρχεται από μακριά και μάλλον κάνει ένα γύρω τη γειτονιά. Πρέπει να είναι από το κατάστημα. που έχω δει δυο σοκάκια παραπάνω. Κάθε που περνάω βλέπω μέσα ανθρώπους να έχουν μπροστά τους ένα πλαστικό βαρέλι γεμάτο νερό, δίπλα τους ένα βουνό από αγκινάρες και σκυφτοί με ένα κοφτερό μαχαίρι να τις καθαρίζουν μία μία και να τις πετούν μέσα στο νερό. Εδώ οι αγκινάρες αγαπιούνται πολύ κι έχουν πρώτη θέση στα μανάβικα να πλέουν μέσα λεκάνες με νερό και λεμόνι, έτοιμες, άσπρες και καθαρές.
Κόκκινα ωραία μπαρμπούνια αλλά όχι ψάρια!
Βέβαια τώρα το καλοκαίρι δεν λείπουν κι άλλοι πλανόδιοι μανάβηδες. Ροδάκινα και βερίκοκα είναι το φόρτε τους. Περνούν με τα καρότσια τους και συνήθως στέκονται στα σταυροδρόμια με τη μεγαλύτερη κίνηση προς άγρα πελατών.
Καινούριοι στη γειτονιά πριν από λίγα χρόνια, μέρα μεσημέρι ακούγεται κάτω από τα παράθυρα του σπιτιού μας μια φωνή να αναγγέλλει την άφιξη μπαρμπουνιών
- Barbunyeeee, barbunyeeeee, φωνασκούσε ο πωλητής και βγήκα στο μπαλκονάκι μας να δω.
Έλα μου όμως που η φυλλωσιά του δέντρου στο πεζοδρόμιο δεν επέτρεπε να δω το καρότσι καθαρά και μόνο κάτι να κοκκινίζει αμυδρά ανάμεσα στα κενά που άφηναν τα φύλλα μπορούσα να διακρίνω! Βγαίνει κι η γειτόνισσα δίπλα, ρωτά την τιμή, πάμφθηνα, μου λέει και δίνει παραγγελία για 5 κιλά κατεβάζοντας το καλάθι και βεβαιώνοντάς με πως είναι πολύ ωραία με προτρέπει να πάρω. Εμείς καλάθι δεν έχουμε, οπότε δώσαμε την παραγγελία μας από το μπαλκόνι και κατεβήκαμε να πάρουμε μπαρμπούνια κόκκινα, φρέσκα και να πληρώσουμε στην ωραία τιμή ευκαιρίας. Η σακούλα που μας ετοίμασε όμως ο πωλητής μπορεί να είχε κόκκινα ωραία μπαρμπούνια αλλά όχι ψάρια! Φασολάκια ήταν τα «μπαρμπούνια», αυτά που λέμε χάντρες. Καθίσαμε λοιπόν και τα καθαρίσαμε, γεμίσαμε δυο σακουλάκια φασολάκια για την κατάψυξη και πήγαμε την άλλη μέρα στο ψαράδικο για ψαράκια μπαρμπουνάκια, γιατί μείναμε με την όρεξη!
Οι παλιατζήδες είναι συνήθως Ρομά
Τακτικοί περαστικοί και οι Hurdacήδες, οι παλιατζήδες. Αυτοί συνήθως είναι Ρομά, φωνάζουν «Hurdacııııı» και γυρνούν σοκάκι σοκάκι όλες τις γειτονιές. Εδώ στο Feriköy, στα Ταταύλα, στο Şişli, που κατοικούνται αιώνες τώρα και υπάρχουν παλιά σπίτια και νοικοκυριά πάντα υπάρχουν ανακαινίσεις, καινούριοι κάτοικοι που δε θέλουν τα παλιά κι όσο κι αν ακούγεται μακάβριο πολλοί υπερήλικες που αφήνουν αυτόν τον μάταιο κόσμο κι οι απόγονοι θέλουν να απαλλαγούν από την παλιατσαρία που γέμιζε ασφυκτικά το σπίτι τους.
Αυτός που λείπει τους ζεστούς μήνες από τους δρόμους της Πόλης είναι ο μποζατζής, ο πλανόδιος πωλητής του μποζά. Ευαίσθητο στις υψηλές θερμοκρασίες το προϊόν του κάνει απαγορευτική την έξοδο το καλοκαίρι.
Αυτοκινητάκι με καρότσα
Στην παλιά γειτονιά μου στο Tarlabaşı κάθε πρωί περνούσε κι ένα αυτοκινητάκι με καρότσα. Από το μεγάφωνό του ακουγόταν ένα τραγουδάκι με απλή σχεδόν παιδική μουσική και μια φωνή στον ίδιο ρυθμό να λέει: «Aygaz» επαναλαμβάνοντας ατελείωτες φορές το μοτίβο. Η καρότσια του μικρού φορτηγού ήταν γεμάτη φιάλες υγραερίου κι απευθύνονταν στους κατοίκους των παλιών σπιτιών που δεν είχαν σύνδεση με το φυσικό αέριο. Στο Feriköy προφανώς πελάτες για το Αygaz δεν υπάρχουν κι έτσι το φορτηγάκι με τις φιάλες και το χαρακτηριστικό τραγουδάκι δεν περνά.
Το σκηνικό με τους πλανόδιους στις καινούριες γειτονιές με τα site, τις κλειστές δομές κατοικιών, δεν νομίζω να υπάρχει. Αυτό αποτελεί μια μακραίωνη παράδοση της παλιάς Πόλης, που ακόμα κι εδώ χάνεται. Όσο υπάρχουν κάτοικοι μεγαλύτερης ηλικίας που δυσκολεύονται ή απέχουν από τις ευκολίες της τεχνολογίας θα υπάρχουν και πλανόδιοι πωλητές. Όταν κι αυτοί εκλείψουν, οι ντελιβεράδες θα κάνουν όλη τη δουλειά!