Της Μαρίας Δήμου
Τις τελευταίες μέρες ο καιρός δεν βοηθάει και πολύ για βόλτες. Λίγο η βροχή, λίγο το κρύο και η καταχνιά, ίσως και οι υποχρεώσεις των γιορτών που αφήνουν πάντα μια κούραση, και οι μέρες πέρασαν με τις μετακινήσεις με το μετρό και το λεωφορείο. Όλα ιδωμένα μέσα από τα θολά μουσκεμένα τζάμια ή αόρατα μέσα από τις υπόγειες στοές, αφήνουν μια ξινόπικρη επίγευση με την επιστροφή στο σπίτι. Η Πόλη όμως είναι για να την βλέπεις και να τη σεργιανάς. Να χάνεσαι και να πλανάσαι στα σοκάκια και στις λεωφόρους της.
Έστω και μέσα από τα τζάμια του τραμ που ακολουθεί την ακτή του Κεράτιου πρόσεξα πριν από μέρες πως το πανό που κρεμόταν έξω από το Χαμάμ του Τζιμπαλιού, στην ομώνυμη γειτονιά, κι ανακοίνωνε με τεράστια κόκκινα γράμματα πως το κτίριο προσφερόταν για πώληση, είχε κατεβεί. Θυμήθηκα αμέσως την κίνηση διαμαρτυρίας που είχε δημιουργηθεί το καλοκαίρι για την πώληση του ιστορικού αυτού μνημείου. Πώς ήταν δυνατόν να βρίσκεται σε χέρια ιδιωτών ένα τόσο σημαντικό μνημείο, να έχει φτάσει σ’ αυτήν την κατάσταση και να πωλείται; Οι διαμαρτυρίες ήταν έντονες. Έφεραν άραγε αποτέλεσμα;
Έργο του μεγάλου Mimar Sinan, χτισμένο από τη Nurbânû Sultan, τη μητέρα Μουράτ του Γ΄, ως προσοδοφόρο βακούφι στο συγκρότημα του τζαμιού Atik Vâlide Sultan στο Σκούταρι, το χαμάμ αυτό είναι πια ένα ερείπιο στη γωνία του δρόμου που οδηγεί από την ακτή του Κεράτιου στο τζαμί του Φατίχ, στην κορυφή του τέταρτου λόφου. Ποτέ έως τώρα δεν είχα δει την πόρτα του ανοιχτή. Ποτέ δεν είχα μπει μέσα.
Σήμερα την επιστροφή από το Μπαλίνο ήταν βάβαιο πως θα την έκανα με τα πόδια, τουλάχιστον μέχρι την αφετηρία των λεωφορείων, στο Eminönü. Η βροχή είχε σταματήσει, ο αέρας είχε πέσει κι η μέρα ήταν ιδανική για περπάτημα. Περπάτησα από τον Μπαλατά προς το Φανάρι κι ο νους μου ήταν στο χαμάμ του Τζιμαπλιού, στο Ayakapı, στην Αγία Πύλη των τειχών.
Εγκατάλειψη, καταστροφή…
Πέρασα τα φανάρια και στάθηκα και φωτογράφισα την παλιά είσοδο με την οθωμανική επιγραφή στο υπέρθυρο. Η πόρτα, μερικά σανίδια καρφωμένα, ήταν λίγο πιο κάτω από το επίπεδο του δρόμου. Τα πέτρινα κτίρια βυθίζονται στο προσχωσιγενές έδαφος των ακτών, το οδόστρωμα ανεβαίνει με τις συνεχείς ασφαλτοστρώσεις. Προχώρησα προς την μεριά του παραλιακού δρόμου. Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Μερικά αυτοσχέδια σκαλάκια οδηγούσαν στον ανοιχτό χώρο. Στάθηκα μετά από τα δύο πρώτα βήματα. Σκέφτηκα εγκατάλειψη αλλά αμέσως πρόσθεσα καταστροφή. Τίποτε δεν θύμιζε χαμάμ. Ούτε ίχνος μαρμάρου, ούτε ίχνος νερού. Ίσως οι τρούλοι με τα ανοίγματα να άφηναν μια υποψία στον ανίδεο επισκέπτη. Όμως η κατασκευή από μπετόν αρμέ στη μέση του ανοιχτού χώρου ήταν η χαριστική βολή στο οικοδόμημα. Στάθηκα και κοιτούσα. Ούτε να φωτογραφίσω δεν ήθελα. Πού είναι το χαμάμ της Βαλιντέ Σουλτάν, που λούζονταν οι ψαράδες και οι καϊκτσήδες κι οι εργάτες των ταρσανάδων! Πού είναι η μεγάλη πισίνα, η χαβούζα, που του έδινε και το δεύτερο όνομά του! Πού είναι το χαμάμ των Εβραίων, που μνημονεύει ο Τσελεμπής! Εδώ λούζονταν οι κόρες τους πριν από το γάμο, ήταν λέει παράδοση γι’ αυτούς που έμεναν λίγο πιο κάτω, στον Μπαλατά.
«Χάθηκε αυτή η κουλτούρα»
-Τίποτε δεν έμεινε, μου λέει κι ο άνθρωπος που με πλησιάζει από το βάθος.
Μια άδεια αποθήκη που κάποτε ήταν μηχανουργείο, ένα κέλυφος αδειανό, κακοποιημένο, που ακόμα είναι σε πώληση αλλά μάλλον από ντροπή του αφαιρέθηκε το πανό. Ένα οικόπεδο που αξίζει πολλά κι ένα κτίσμα που είναι ανεκτίμητο, πώς μπορούν εύκολα να εξαγοραστούν! Ποιος έχει τη δύναμη και τη δυνατότητα να το αναγεννήσει!
-Ακόμα και να επισκευαστεί ποιοι θα έρθουν; Οι άνθρωποι πια δεν αγαπούν το χαμάμ. Χάθηκε αυτή η κουλτούρα. Μόνο οι τουρίστες πια πηγαίνουν αλλά αυτά δεν είναι για μας, δεν είναι τα χαμάμ που ξέραμε. Δεν έχουν καμιά σχέση με τα χαμάμ των δικών μας χρόνων, συνεχίζει να λέει ο άνθρωπος που εκτελεί μάλλον χρέη φύλακα.
Φωτογραφίζω τον σκοτεινό θόλο, τον χαιρετώ και βγαίνω και πάλι στο δρόμο. Το θάμπος της συννεφιασμένης μέρας μάλλον ταιριάζει σ’ αυτήν την πόλη, γιατί κρύβει πίσω από το αχνό πέπλο της τις ασχήμιες της.